Ήρθα ξανά στα σκοτεινά
ν’ ακομπανιάρω γλυκά τ’ όνειρό σου
μα αχ δε βαστώ, πάλι κλειστό
βρήκα κι απόψε το παράθυρό σου
Πες με κουτό, μα σε ρωτώ
τάχα γιατί να το είχες κλεισμένο
ή που μπορείς να είσαι σκληρή
ή πια που θα ‘τανε συσκοτισμένο
Ένας κορίτσαρος, σωστός γενίτσαρος
Πω πω πω πω πω πω θα με τρελάνει
Ένας κορίτσαρος, σωστός γενίτσαρος
Πω πω πω πω πω πω θα με τρελάνει
Το χθεσινό το δειλινό
στο ραντεβού μας δεν ήρθες, μικρό μου
κι ώρες εγώ, τ’ ομολογώ
έκανα βόλτες στη μέση του δρόμου
Μετά απ’ αυτό τι να σκεφτώ
πες μου κι εσύ και με πνίγει η αγωνία
ή που μπορεί να ‘σαι σκληρή
ή πια θα ‘φταιγε η συγκοινωνία
|
Ήrtha ksaná sta skotiná
n’ akobaniáro gliká t’ óniró su
ma ach de vastó, páli klistó
vríka ki apópse to paráthiró su
Pes me kutó, ma se rotó
tácha giatí na to iches klisméno
í pu boris na ise sklirí
í pia pu tha ‘tane siskotisméno
Έnas korítsaros, sostós genítsaros
Po po po po po po tha me treláni
Έnas korítsaros, sostós genítsaros
Po po po po po po tha me treláni
To chthesinó to dilinó
sto rantevu mas den írthes, mikró mu
ki óres egó, t’ omologó
ékana vóltes sti mési tu drómu
Metá ap’ aftó ti na skeftó
pes mu ki esí ke me pnígi i agonía
í pu bori na ‘se sklirí
í pia tha ‘ftege i sigkinonía
|