Μες στο πλήθος σ’ είχα δει το ’62
στη διαδήλωση που βάφτηκε στο αίμα,
κι η μορφή σου μου ’χε μείνει στο μυαλό
κι ούτε τ’ όνομα δεν ήξερα από σένα.
Και στης λήθης το σεντόνι το λευκό
σε τυλίξαν τα πιο δύσκολά μου χρόνια,
μα μια μέρα κάπου το ’68
σε ξανάδα μες στο τρένο στην Oμόνοια.
Κάνε διάλειμμα, Χαρούλα,
πες μας τον καρσιλαμά
να γλυκάνεις τις καρδιές μας
και τα βρίσκουμε μετά.
Κάνε διάλειμμα να σβήσει
της καρδιάς μας η φωτιά,
ο χορός να μας μεθύσει
και τα βρίσκουμε μετά.
Άλλη μια φορά σε είδα ξαφνικά
σαν αφίσα που τη σκίζει κάποιο χέρι,
ήταν Μάης πια του ’77,
μόλις πρόλαβα και σ’ άγγιξα στο χέρι.
Μήπως είσαι σαν κι εμένανε κι εσύ
στο σκοινί της ιστορίας ακροβάτης,
μες στο ίδιο σου το στήθος φυλακή,
μες στην ίδια σου τη χώρα μετανάστης.
Κάνε διάλειμμα, Χαρούλα,
πες μας τον καρσιλαμά
να γλυκάνεις τις καρδιές μας
και τα βρίσκουμε μετά.
Κάνε διάλειμμα να σβήσει
της καρδιάς μας η φωτιά,
ο χορός να μας μεθύσει
και τα βρίσκουμε μετά.
|
Mes sto plíthos s’ icha di to ’62
sti diadílosi pu váftike sto ema,
ki i morfí su mu ’che mini sto mialó
ki ute t’ ónoma den íksera apó séna.
Ke stis líthis to sentóni to lefkó
se tilíksan ta pio dískolá mu chrónia,
ma mia méra kápu to ’68
se ksanáda mes sto tréno stin Omónia.
Káne diálimma, Charula,
pes mas ton karsilamá
na glikánis tis kardiés mas
ke ta vrískume metá.
Káne diálimma na svísi
tis kardiás mas i fotiá,
o chorós na mas methísi
ke ta vrískume metá.
Άlli mia forá se ida ksafniká
san afísa pu ti skízi kápio chéri,
ítan Máis pia tu ’77,
mólis prólava ke s’ ángiksa sto chéri.
Mípos ise san ki eménane ki esí
sto skiní tis istorías akrovátis,
mes sto ídio su to stíthos filakí,
mes stin ídia su ti chóra metanástis.
Káne diálimma, Charula,
pes mas ton karsilamá
na glikánis tis kardiés mas
ke ta vrískume metá.
Káne diálimma na svísi
tis kardiás mas i fotiá,
o chorós na mas methísi
ke ta vrískume metá.
|