Ως μπήκεν ο Ρετόκριτος στη φυλακή κι αρχίζει
να τση μιλεί και σπλαχνικά να την αναντρανίζει.
Λέγει τση: “Το με ρώτηξες θα σου το πω και γροίκα
πού το ‘βρηκα το χάρισμα στη φυλακή σ’ αφήκα.
Είναι δυο μήνες σήμερο που ‘λαχα κάποια δάση,
εις τη μεριά της Έγριπος κι εβγήκαν να με φάσι
άγρια θεριά ν εμάλωσα κι εσκότωσα απ’ εκείνα
κι από τα χέρια μου νεκρά όλα τα πια απομείναν.
Με κίνδυνο εγλύτωσα οσώραν επολέμου
να γλυτωθώ απο λόγου τους δεν το ‘λπιζα ποτέ μου
μα εβούθηξε το ριζικό τ’ αστρί με λυπηθήκα
και σκότωσα και ζύγωσα και αλάβωτο μ’ αφήκαν
Δίψα μεγάλη γροίκησα στο πόλεμον εκείνο
γυρεύοντας να βρω δροσιά εσώθε σ’ ένα πρίνο
και παρεμπρός εφάνη μου κουτσουναράκι χτύπα,
σιμώνω βρίσκω το νερό εις του χαρακιού την τρύπα.
Ήπια το κι εδροσίστηκα και πέρασέ μου η δίψα,
μα πούρι κι άλλα βάσανα ετότε δε μου λείψαν.
Έκατσα να ξεκουραστώ σιμά στο κουτσουνάρι
όντε γροικώ αναστεναγμό και μύσματ’ αρρωστάρη.
Και βιαστικά σηκώνομαι, το ζάλο μου σπουδάζει
να δω ποιος είναι που πονεί και βαριαναστενάζει
και μπαίνω μέσα στα δεντρά που ‘ταν κοντά εις τη βρύση,
δια να δω και για να βρω το νέο αυτό όπου μύσσει.
Βρίσκω ένα νιον ωραιόπλουμο που ‘λαμπε σαν τον ήλιο
κι εκείτουντο ολομάτωτος μπροστά εις ένα σπήλιο.
Σγουρά ξανθά `χε τα μαλλιά και τα σοθέματά του
παρ’ όλο οπού `τα σαν νεκρός, ήδειχνεγιε η μορφιά του.
Και δυο θεριά στο πλάι του ήτανε σκοτωμένα
και το σπαθί και τ’ άρματα όλα ησαν ματωμένα.
Σιμώνω χαιρετώ τονε, λέω του: “Αδέλφι γεια σου.
Ίντα ‘χεις κι απονέκρωσες, πούντη λαβωματιά σου;”
Τα μάτια του `χε σφαλιχτά, τότε τ’ αναντρανίζει
κι εθώρειε δίχως να μιλεί και στο λαιμό του αγγίζει.
Με το δακτύλι δυο φορές μου δείχνει να νοήσω
που είχε την λαβωματιά να τον εβοηθήσω
Το στήθος του ξαρμάτωσα και μια πληγή του βρίσκω
δαμάκιν αποκατωθιό από τον ουρανίσκο.
Ολίγο του από βοτσί τον είχε δαγκαμέν
φαίνεται να χε το θεριό δόντι φαρμακεμένο
Και πήρεν του τη δύναμη και την πνοήν του εχάσε
και το φαρμάκι πέρασε και μέσα τον επιάσε.
Κι αγάλι αγάλια ‘χάνετο σαν το κερί όντε σβήνει,
έκλαψα κι ελυπήθηκα πολύ την ώρα εκείνη.
Σαν αδελφό μου καρδιακό τον έκλαιγα κι επόνου,
μα πόνοι, δάκρυα, κλάηματα άνθρωπο δε γλιτώνου.
Εψυχομάχε κι έλεγε να στέκω μη μισέψω,
εθάρρειε πως τέτοια πληγή μπορούσα να γιατρέψω.
Δείχνει μου το δαχτύλι ν του που χε το δαχτυλίδι
και γνώρισα σαν χάρισμα σαν φίλος μου το δίνει.
Τότε μια σιγανή φωνή μόνο τ’ αυτιά μου ακούσα
και είπανε τα χείλη του: “Σ’ έχασα Αρετούσα”.
Ετούτα είπε μοναχά και τέλειωσ’ η ζωή του
και με πρικύ αναστεναγμό εβγήκε η ψυχή του.
Τουτα τα χέρια που θωρείς λάκκο σιμιό του σκάψα
και τούτα τον εσήκωσαν και τουτα τον εθάψαν
Ως τ’ άκουσεν η Αρετή ώρα λιγάκι εστάθη
αμίλητη και ο πόνος της την έκαμε και εχάθη
|
Os bíken o Retókritos sti filakí ki archízi
na tsi mili ke splachniká na tin anantranízi.
Légi tsi: “To me rótikses tha su to po ke grika
pu to ‘vrika to chárisma sti filakí s’ afíka.
Ine dio mínes símero pu ‘lacha kápia dási,
is ti meriá tis Έgripos ki evgíkan na me fási
ágria theriá n emálosa ki eskótosa ap’ ekina
ki apó ta chéria mu nekrá óla ta pia apominan.
Me kíndino eglítosa osóran epolému
na glitothó apo lógu tus den to ‘lpiza poté mu
ma evuthikse to rizikó t’ astrí me lipithíka
ke skótosa ke zígosa ke alávoto m’ afíkan
Dípsa megáli grikisa sto pólemon ekino
girevontas na vro drosiá esóthe s’ éna príno
ke parebrós efáni mu kutsunaráki chtípa,
simóno vrísko to neró is tu charakiu tin trípa.
Ήpia to ki edrosístika ke pérasé mu i dípsa,
ma puri ki álla vásana etóte de mu lipsan.
Έkatsa na ksekurastó simá sto kutsunári
ónte grikó anastenagmó ke mísmat’ arrostári.
Ke viastiká sikónome, to zálo mu spudázi
na do pios ine pu poni ke varianastenázi
ke beno mésa sta dentrá pu ‘tan kontá is ti vrísi,
dia na do ke gia na vro to néo aftó ópu míssi.
Orísko éna nion oreóplumo pu ‘labe san ton ílio
ki ekitunto olomátotos brostá is éna spílio.
Sgurá ksanthá `che ta malliá ke ta sothématá tu
par’ ólo opu `ta san nekrós, ídichnegie i morfiá tu.
Ke dio theriá sto plái tu ítane skotoména
ke to spathí ke t’ ármata óla isan matoména.
Simóno cheretó tone, léo tu: “Adélfi gia su.
Ίnta ‘chis ki aponékroses, punti lavomatiá su;”
Ta mátia tu `che sfalichtá, tóte t’ anantranízi
ki ethórie díchos na mili ke sto lemó tu angizi.
Me to daktíli dio forés mu dichni na noíso
pu iche tin lavomatiá na ton evoithíso
To stíthos tu ksarmátosa ke mia pligí tu vrísko
damákin apokatothió apó ton uranísko.
Olígo tu apó votsí ton iche dagkamén
fenete na che to therió dónti farmakeméno
Ke píren tu ti dínami ke tin pnoín tu echáse
ke to farmáki pérase ke mésa ton epiáse.
Ki agáli agália ‘cháneto san to kerí ónte svíni,
éklapsa ki elipíthika polí tin óra ekini.
San adelfó mu kardiakó ton éklega ki epónu,
ma póni, dákria, kláimata ánthropo de glitónu.
Epsichomáche ki élege na stéko mi misépso,
ethárrie pos tétia pligí borusa na giatrépso.
Dichni mu to dachtíli n tu pu che to dachtilídi
ke gnórisa san chárisma san fílos mu to díni.
Tóte mia siganí foní móno t’ aftiá mu akusa
ke ipane ta chili tu: “S’ échasa Aretusa”.
Etuta ipe monachá ke télios’ i zoí tu
ke me prikí anastenagmó evgíke i psichí tu.
Tuta ta chéria pu thoris lákko simió tu skápsa
ke tuta ton esíkosan ke tuta ton ethápsan
Os t’ ákusen i Aretí óra ligáki estáthi
amíliti ke o pónos tis tin ékame ke echáthi
|