Ζήλεψε η πανσέληνος το φως σου
καθώς σε είδε αυτό το βράδυ στο μπαλκόνι.
Ήτανε πιο χρυσά από εκείνης τα μαλλιά σου
ήταν η λάμψη πιο μεγάλη η δικιά σου.
Σου είπε γλυκόλογα σε τράβηξε κοντά της
κι εσύ έκανες φτερά να πας στην αγκαλιά της.
Σου έκανε μάγια να μη σκέφτεσαι κανένα,
ούτε την αγάπη σου, ούτε και εμένα.
Πανσέληνο σε γέννησα και ήσουνα δικιά μου,
τρεις μέρες μέλι τάιζα τις μοίρες
να τις γλυκάνω για να μην ζηλέψουν, φως μου,
που απ’ τη Σελήνη τις χρυσές σου μπούκλες πήρες.
Κορίτσι μου, μην ήσουνα το ταίρι της Σελήνης
και δε σε άφησε κοντά μου άλλο εκείνη.
Εγώ που σκέπασα πηγάδια κι έκρυψα δηλητήρια
πως να σε κρύψω απ’ της ζωής σου τα μαρτύρια…
Με μια σαΐτα μαγική τρύπησες την καρδιά σου
κι έριξες στο αίμα σου τη λησμονιά του κόσμου
κι όσο κι αν έκλαψα, κι όσο κι αν φώναξα δε μ’ άκουσες
μονάχη το ταξίδι αποφάσισες, κι έφυγες φως μου.
|
Zílepse i pansélinos to fos su
kathós se ide aftó to vrádi sto balkóni.
Ήtane pio chrisá apó ekinis ta malliá su
ítan i lámpsi pio megáli i dikiá su.
Su ipe glikóloga se trávikse kontá tis
ki esí ékanes fterá na pas stin agkaliá tis.
Su ékane mágia na mi skéftese kanéna,
ute tin agápi su, ute ke eména.
Pansélino se génnisa ke ísuna dikiá mu,
tris méres méli táiza tis mires
na tis glikáno gia na min zilépsun, fos mu,
pu ap’ ti Selíni tis chrisés su bukles píres.
Korítsi mu, min ísuna to teri tis Selínis
ke de se áfise kontá mu állo ekini.
Egó pu sképasa pigádia ki ékripsa dilitíria
pos na se krípso ap’ tis zoís su ta martíria…
Me mia saΐta magikí trípises tin kardiá su
ki érikses sto ema su ti lismoniá tu kósmu
ki óso ki an éklapsa, ki óso ki an fónaksa de m’ ákuses
monáchi to taksídi apofásises, ki éfiges fos mu.
|