Οι αγάπες μου άρρωστα τραγούδια
πέταξαν στη νύχτα τα κλειδιά.
Που με παν, σε ποιον δρόμο βροχερό;
Που να τις βρω;
Στα βουνά, στις πηγές,
εκεί που σμίγουν φως και σκοτεινιά.
Σε πουλιών φωνές, στάχτες ηδονές
ή στη λησμονιά;
Πέταξα στη νύχτα τα κλειδιά
και θα φύγω μακριά.
Οι αγάπες μου ‘γιναν λύκοι
για να ξεγελάσουν το καιρό.
Αχ, τραγούδι μου δεκανίκι
που να τις βρω;
|
I agápes mu árrosta tragudia
pétaksan sti níchta ta klidiá.
Pu me pan, se pion drómo vrocheró;
Pu na tis vro;
Sta vuná, stis pigés,
eki pu smígun fos ke skotiniá.
Se pulión fonés, stáchtes idonés
í sti lismoniá;
Pétaksa sti níchta ta klidiá
ke tha fígo makriá.
I agápes mu ‘ginan líki
gia na ksegelásun to keró.
Ach, tragudi mu dekaníki
pu na tis vro;
|