|
Την έχω κάνει ψώνιο με τη στάση σου,
σου λέω “σ’ αγαπάω” και με γράφεις,
δυο χρόνια στη ζωή ήμουν η βάση σου
και τώρα ξαφνικά με διαγράφεις.
Με παίρνουνε τηλέφωνα ανώνυμα,
μου βάζουν στην καρδιά αμφιβολία,
εσύ το παίζεις αεράτη μόνιμα
και σύννεφο πηγαίνει η νοθεία.
Ου να χαθείς, να χαθείς, να χαθείς…
Την έχω κάνει κρίση με τα λάθη σου,
γυρίζω σαν τρελός μέσα στη νύχτα,
ενώ εσύ γουστάρεις στο κρεβάτι σου,
εμένα το μυαλό μου είναι πήχτρα.
Το ένα πάνω στ’ άλλο, το τσιγάρο μου,
και πίνω, τον καημό μου να ξεχάσω,
δυο χρόνια πεταμένα για το τίποτα
μα τώρα θα στα πω γιατί θα σκάσω.
Ου να χαθείς, να χαθείς, να χαθείς…
|
Tin écho káni psónio me ti stási su,
su léo “s’ agapáo” ke me gráfis,
dio chrónia sti zoí ímun i vási su
ke tóra ksafniká me diagráfis.
Me pernune tiléfona anónima,
mu vázun stin kardiá amfivolía,
esí to pezis aeráti mónima
ke sínnefo pigeni i nothia.
Oi na chathis, na chathis, na chathis…
Tin écho káni krísi me ta láthi su,
girízo san trelós mésa sti níchta,
enó esí gustáris sto kreváti su,
eména to mialó mu ine píchtra.
To éna páno st’ állo, to tsigáro mu,
ke píno, ton kaimó mu na ksecháso,
dio chrónia petaména gia to típota
ma tóra tha sta po giatí tha skáso.
Oi na chathis, na chathis, na chathis…
|