Σ’ αγάπησα για να χαρώ
μα εγώ χαρά δεν είδα
και στο χαμένο μου καιρό
ένιωσα ότι κυνηγώ
μια άπιαστη ελπίδα.
Παράδεισο μου έταξες,
ζωή παραμυθένια,
στην άβυσσο με πέταξες
και ούτε το ‘χεις έννοια.
Στα μάτια σου γεννήθηκα,
στα χέρια σου πεθαίνω
και κάθε ώρα και στιγμή
βλέπω να φεύγει η ζωή
και τι να περιμένω.
Παράδεισο μου έταξες,
ζωή παραμυθένια,
στην άβυσσο με πέταξες
και ούτε το ‘χεις έννοια.
|
S’ agápisa gia na charó
ma egó chará den ida
ke sto chaméno mu keró
éniosa óti kinigó
mia ápiasti elpída.
Parádiso mu étakses,
zoí paramithénia,
stin ávisso me pétakses
ke ute to ‘chis énnia.
Sta mátia su genníthika,
sta chéria su petheno
ke káthe óra ke stigmí
vlépo na fevgi i zoí
ke ti na periméno.
Parádiso mu étakses,
zoí paramithénia,
stin ávisso me pétakses
ke ute to ‘chis énnia.
|