Στις σκιές απόψε μίλα
ξεσηκώνοντας τα φύλα
στο ποτάμι της αβύσσου
από δέντρα παραδείσου
άμα θες εσύ, κρατήσου.
Με τα χέρια του σφιγμένα
ρίχνει βότσαλα σε μένα
ο καιρός και με μεθάει
στα ξενύχτια μου γελάει
κι όλο έρχεται και πάει.
Με δυο μάτια τρελαμένα
ψάξε γύρω σου για σένα
στα κουρέλια, στα σινάφια
βρες τα ρόδα και τ`αγκάθια.
Η ζωή σου μια παρτίδα
αν γυρίσει η σελίδα
τα χαμένα χρόνια είδα.
Με πυξίδες και βιβλία
στα στενά περιπολία
στα δρομάκια της ζωής σου
τόσοι φράχτες στην αυλή σου
άμα θες εσύ, κοιμήσου.
Τα δυο χέρια τεντωμένα
με το νήμα μπερδεμένα
στου λαβύρινθου τις ήττες
είναι όνειρα και νίκες
όλοι θύματα και θύτες.
|
Stis skiés apópse míla
ksesikónontas ta fíla
sto potámi tis avíssu
apó déntra paradisu
áma thes esí, kratísu.
Me ta chéria tu sfigména
ríchni vótsala se ména
o kerós ke me methái
sta kseníchtia mu gelái
ki ólo érchete ke pái.
Me dio mátia trelaména
psákse giro su gia séna
sta kurélia, sta sináfia
vres ta róda ke t`agkáthia.
I zoí su mia partída
an girísi i selída
ta chaména chrónia ida.
Me piksídes ke vivlía
sta stená peripolía
sta dromákia tis zoís su
tósi fráchtes stin avlí su
áma thes esí, kimísu.
Ta dio chéria tentoména
me to níma berdeména
stu lavírinthu tis íttes
ine ónira ke níkes
óli thímata ke thítes.
|