Πάνω που νόμιζα πως πήγαινα καλά,
την ίδια ώρα ακονιζόταν το χαστούκι.
Ενώ στην πλάτη μου φύτρωναν φτερά,
ακολουθούσε το μεγάλο τουρλουμπούκι.
Το να πεθάνει ένας φίλος έτσι απλά
είναι απίθανο, πού να το περιμένεις.
Ενώ σχεδίαζες πώς θα `ταν το μετά,
εκεί σταμάτησες να λες και να ανασαίνεις.
Ποιος να το πίστευε της μοίρας το γραφτό,
πως φεύγεις δεν το παίρνεις καν χαμπάρι.
Τη μια κοιτάς ορθός τον ουρανό,
την άλλη ξάπλα να σε τρώει το χορτάρι.
|
Páno pu nómiza pos pígena kalá,
tin ídia óra akonizótan to chastuki.
Enó stin pláti mu fítronan fterá,
akoluthuse to megálo turlubuki.
To na petháni énas fílos étsi aplá
ine apíthano, pu na to periménis.
Enó schedíazes pós tha `tan to metá,
eki stamátises na les ke na anasenis.
Pios na to písteve tis miras to graftó,
pos fevgis den to pernis kan chabári.
Ti mia kitás orthós ton uranó,
tin álli ksápla na se trói to chortári.
|