Aπόγευμα , πλατεία Ναυαρίνου
με τίναξε το ρεύμα όλου εκείνου
που φτάνει από διάφορα κανάλια
σε μία συνεννόηση νηφάλια.
Τα γένια σου ήταν έξι ημερών,
εγώ ήμουν πάλι δώδεκα χρονών,
κοιτάζαμε τους σκύλους τους μεγάλους
και νιώθαμε το ίδιο με τους άλλους:
Γαλήνη.
Κι όπως σωπαίναμε έτσι , κατά λάθος,
σου χύθηκε ο καφές που χα στην άκρη.
Kαι από το κατακάθι κι απ’ το βάθος
ξεφύτρωσε ανοιξιάτικο ένα δάκρυ
σαν μνήμη,
Για λίγο στην πλατεία Ναυαρίνου
με πήραν τα φτερά του γλάρου εκείνου
που κλέβει τις στιγμές, τις φυγαδεύει
και πιστεύει.
Πλατεία απ’ τους περιοίκους φτιαγμένη
χωρίς σχεδιαγράμματα ή μελέτες
μα όλοι από το απόγευμα νωρίς
χτυπάν το νούμερό τους και θα δεις,
τελειώνουν τα ψωμιά των αρμοδίων
εκεί που υπάρχει η αγάπη του πλησίον
μας κάνει.
Και ήσουν πλησιέστερα απ’ όλους
του ενήλικου παιδιού η συμμετρία.
Στα Εξάρχεια ανάμεσα στους πόλους
για μια στιγμή κρατάμε ισορροπία
και φτάνει.
|
Apógevma , platia Nafarínu
me tínakse to revma ólu ekinu
pu ftáni apó diáfora kanália
se mía sinennóisi nifália.
Ta génia su ítan éksi imerón,
egó ímun páli dódeka chronón,
kitázame tus skílus tus megálus
ke nióthame to ídio me tus állus:
Galíni.
Ki ópos sopename étsi , katá láthos,
su chíthike o kafés pu cha stin ákri.
Ke apó to katakáthi ki ap’ to váthos
ksefítrose aniksiátiko éna dákri
san mními,
Gia lígo stin platia Nafarínu
me píran ta fterá tu gláru ekinu
pu klévi tis stigmés, tis figadevi
ke pistevi.
Platia ap’ tus periikus ftiagméni
chorís schediagrámmata í melétes
ma óli apó to apógevma norís
chtipán to numeró tus ke tha dis,
teliónun ta psomiá ton armodíon
eki pu ipárchi i agápi tu plisíon
mas káni.
Ke ísun plisiéstera ap’ ólus
tu eníliku pediu i simmetría.
Sta Eksárchia anámesa stus pólus
gia mia stigmí kratáme isorropía
ke ftáni.
|