Ακούς να λένε στα χωριά οι γέροντες τα βράδια
κάτι μυστήρια πράματα που χτίζουν τα σκοτάδια.
Λένε για της Υπαπαντής το μέγα πανηγύρι
πως το λιβάνι πέτρωνε πριν μπει στο θυμιατήρι.
Λένε πως ψέλναν τα πουλιά στ’ αριστερό ψαλτήρι
κι απ’ τα πηγάδια φέρνανε κρασί οι καλογήροι.
Λένε για κάτι χαϊμαλιά που παίζαν στο μπαρμπούτι
κι ο γούμενος τα βάφτιζε με αίμα και μπαρούτι.
Λένε πως όποιος τα φορεί φτερά βγάζει στην πλάτη,
γίνεται αλαφροΐσκιωτος ψωμί τρώει κι αλάτι.
Ακούς να λένε στα χωριά πως και η ευχή του πιάνει
γιατί τα βόλια, αίματα είχαν του Μακρυγιάννη.
Λένε πως ο φουστανελάς πληγές είχε σαράντα
γι αυτό κι αλαφροΐσκιωτοι είμαστε λίγοι πάντα.
|
Akus na léne sta choriá i gérontes ta vrádia
káti mistíria prámata pu chtízun ta skotádia.
Léne gia tis Ipapantís to méga panigiri
pos to liváni pétrone prin bi sto thimiatíri.
Léne pos psélnan ta puliá st’ aristeró psaltíri
ki ap’ ta pigádia férnane krasí i kalogíri.
Léne gia káti chaimaliá pu pezan sto barbuti
ki o gumenos ta váftize me ema ke baruti.
Léne pos ópios ta fori fterá vgázi stin pláti,
ginete alafroΐskiotos psomí trói ki aláti.
Akus na léne sta choriá pos ke i efchí tu piáni
giatí ta vólia, emata ichan tu Makrigiánni.
Léne pos o fustanelás pligés iche saránta
gi aftó ki alafroΐskioti imaste lígi pánta.
|