Που χτυπάνε τα νταούλια,
τα κλαρίνα, τα βιολιά;
Που αλλού, βρε Ιορδάνη;
Στη δική μας γειτονιά.
Που πηγαίνει το φεγγάρι
και του ήλιου η καρδιά;
Που αλλού, βρε Ιορδάνη;
Στη δική μας γειτονιά.
Που τη νύχτα κάνουν μέρα
και το γέλιο κεραυνό;
Που αλλού, βρε Ιορδάνη;
Στο δικό μας σπιτικό.
Που τα πίνουν νιοί και γέροι,
όλοι τους με μια καρδιά;
Που αλλού, βρε Ιορδάνη;
Στου Τσανάκου τη γωνιά.
Που κερνάνε τους καημούς τους,
το κρασί με την οκά;
Που αλλού, βρε Ιορδάνη;
Στη δική μας γειτονιά.
Που πεθαίναν οι λεβέντες,
κυπαρίσσια αψηλά;
Που αλλού, βρε Ιορδάνη;
Στη δική μας γειτονιά.
|
Pu chtipáne ta ntaulia,
ta klarína, ta violiá;
Pu allu, vre Iordáni;
Sti dikí mas gitoniá.
Pu pigeni to fengári
ke tu íliu i kardiá;
Pu allu, vre Iordáni;
Sti dikí mas gitoniá.
Pu ti níchta kánun méra
ke to gélio keravnó;
Pu allu, vre Iordáni;
Sto dikó mas spitikó.
Pu ta pínun nii ke géri,
óli tus me mia kardiá;
Pu allu, vre Iordáni;
Stu Tsanáku ti goniá.
Pu kernáne tus kaimus tus,
to krasí me tin oká;
Pu allu, vre Iordáni;
Sti dikí mas gitoniá.
Pu pethenan i levéntes,
kiparíssia apsilá;
Pu allu, vre Iordáni;
Sti dikí mas gitoniá.
|