Πού πας, Αλίκη, σ’ αυτή τη χώρα
που των θαυμάτων πέρασε η ώρα;
Όσα θυμάσαι και δεν παλιώνουν,
μες στην καρδούλα σου θα σιγολιώνουν.
Στο πέρασμά σου αποκαΐδια,
κονσερβοκούτια, σωροί σκουπίδια.
Η νύχτα, φίδι, θα σε τυλίγει
σαν μοναξιά που τον αλήτη πνίγει.
Καθρέφτης ραγισμένος ο κόσμος που αγαπάς,
ο δρόμος άδειος, ξένος, Αλίκη μου, πού πας;
Πού πας, Αλίκη;
Πού πας, Αλίκη, τι ώρα να ’ναι;
Στα μπαρ εμπόροι παραφυλάνε.
Πίσω απ’ τα φώτα που σε τυφλώνουν,
τα παιδικά σου χρόνια αργοτελειώνουν.
Μες στις πλατείες με τσέπη άδεια
στήνουν οι άνεργοι χορούς τα βράδια.
Πού πας, Αλίκη, σ’ αυτούς τους δρόμους;
Γέμισε η άσφαλτος γυαλιά και νόμους.
Καθρέφτης ραγισμένος ο κόσμος που αγαπάς,
ο δρόμος άδειος, ξένος, Αλίκη μου, πού πας;
Που πας Αλίκη;
|
Pu pas, Alíki, s’ aftí ti chóra
pu ton thafmáton pérase i óra;
Όsa thimáse ke den paliónun,
mes stin kardula su tha sigoliónun.
Sto pérasmá su apokaΐdia,
konservokutia, sori skupídia.
I níchta, fídi, tha se tilígi
san monaksiá pu ton alíti pnígi.
Kathréftis ragisménos o kósmos pu agapás,
o drómos ádios, ksénos, Alíki mu, pu pas;
Pu pas, Alíki;
Pu pas, Alíki, ti óra na ’ne;
Sta bar ebóri parafiláne.
Píso ap’ ta fóta pu se tiflónun,
ta pediká su chrónia argoteliónun.
Mes stis platies me tsépi ádia
stínun i ánergi chorus ta vrádia.
Pu pas, Alíki, s’ aftus tus drómus;
Gemise i ásfaltos gialiá ke nómus.
Kathréftis ragisménos o kósmos pu agapás,
o drómos ádios, ksénos, Alíki mu, pu pas;
Pu pas Alíki;
|