Τον Γιώργη, μάνα μου, αν διώξεις,
στον κάτω κόσμο θα με σπρώξεις,
μονάχη θα με βρει η μπόρα
δεν βρίσκεις Γιώργη κάθε ώρα.
Φτωχός κι αν είναι, μάνα, ο Γιώργης,
είναι το φέγγος της ματιάς μου,
είναι για μένα ο Αϊ Γιώργης,
το ερημοκκλήσι της καρδιάς μου,
είναι για μένα ο Αϊ Γιώργης,
το ερημοκκλήσι της καρδιάς μου.
Τα χρόνια, μάνα μου, περνάνε
και ξέχασες πως αγαπάνε
τ’ αντρίκιο χέρι π’ αγκαλιάζει
και το φιλί που αίμα στάζει.
Φτωχός κι αν είναι, μάνα, ο Γιώργης,
είναι το φέγγος της ματιάς μου,
είναι για μένα ο Αϊ Γιώργης,
το ερημοκκλήσι της καρδιάς μου,
είναι για μένα ο Αϊ Γιώργης,
το ερημοκκλήσι της καρδιάς μου.
|
Ton Giórgi, mána mu, an dióksis,
ston káto kósmo tha me spróksis,
monáchi tha me vri i bóra
den vrískis Giórgi káthe óra.
Ftochós ki an ine, mána, o Giórgis,
ine to féngos tis matiás mu,
ine gia ména o Ai Giórgis,
to erimokklísi tis kardiás mu,
ine gia ména o Ai Giórgis,
to erimokklísi tis kardiás mu.
Ta chrónia, mána mu, pernáne
ke kséchases pos agapáne
t’ antríkio chéri p’ agkaliázi
ke to filí pu ema stázi.
Ftochós ki an ine, mána, o Giórgis,
ine to féngos tis matiás mu,
ine gia ména o Ai Giórgis,
to erimokklísi tis kardiás mu,
ine gia ména o Ai Giórgis,
to erimokklísi tis kardiás mu.
|