Τα μάτια σου με κάνανε να θέλω
Το βλέμμα, το βαθύ, το αναρχικό
Στον κόσμο θα πετούσα ένα φουρνέλο
Στην τρέλα μου να κάνω ψυχικό
Και το `ξερες, και το `θελες
Μ’ ανθίζουν κάτι ομορφιές ανώφελες
Και το `ξερες και τ’ άφησες
Το φόντο του Παράδεισου ζωγράφισες
Και τ’ άφησες
Τα μάτια σου με κάνανε να φταίω
Στους φίλους, στους δικούς μας, στο Θεό
Κι αν είχα ένα ταξίδι τελευταίο
Στην Κόλαση με πέταξε κι αυτό
Τα μάτια σου με κάνανε να κλαίω.
|
Ta mátia su me kánane na thélo
To vlémma, to vathí, to anarchikó
Ston kósmo tha petusa éna furnélo
Stin tréla mu na káno psichikó
Ke to `kseres, ke to `theles
M’ anthízun káti omorfiés anófeles
Ke to `kseres ke t’ áfises
To fónto tu Parádisu zográfises
Ke t’ áfises
Ta mátia su me kánane na fteo
Stus fílus, stus dikus mas, sto Theó
Ki an icha éna taksídi telefteo
Stin Kólasi me pétakse ki aftó
Ta mátia su me kánane na kleo.
|