Του φεγγαριού το δρόμο βρέθηκα να πατώ
χαμένος ταξιδιώτης στου ονείρου το κενό
στον ίλιγγο του χρόνου, στην τρέλα της στιγμής
ουρλιάζουν τ’ άγρυπνα στοιχειά της παρακμής.
Του λιονταριού το νόμο βάλθηκα να πατώ
άνεμος απηλιώτης με ρίχνει στο κενό
στην άβυσσο του χρόνου, στ’ άπειρο της στιγμής
ουρλιάζουν τ’ άγρυπνα στοιχειά της παρακμής.
Άγνωστο μονοπάτι θέλησα να διαβώ
ανδράποδο της νύχτας στον ξάστερο ουρανό
στις παρυφές της μέρας, στις όχθες της αυγής
ουρλιάζουν τ’ άγρυπνα στοιχειά της παρακμής.
Τα χείλη αυτών που ξέρουν πόσα είναι άρρητα
τ’ αλλόκοτα του κόσμου και τα παράλογα
λέν’ πως στη γη του ονείρου, τη γη της λογικής
ουρλιάζουν τ’ άγρυπνα στοιχειά της παρακμής.
|
Tu fengariu to drómo vréthika na pató
chaménos taksidiótis stu oniru to kenó
ston ílingo tu chrónu, stin tréla tis stigmís
urliázun t’ ágripna stichiá tis parakmís.
Tu liontariu to nómo válthika na pató
ánemos apiliótis me ríchni sto kenó
stin ávisso tu chrónu, st’ ápiro tis stigmís
urliázun t’ ágripna stichiá tis parakmís.
Άgnosto monopáti thélisa na diavó
andrápodo tis níchtas ston ksástero uranó
stis parifés tis méras, stis óchthes tis avgís
urliázun t’ ágripna stichiá tis parakmís.
Ta chili aftón pu ksérun pósa ine árrita
t’ allókota tu kósmu ke ta paráloga
lén’ pos sti gi tu oniru, ti gi tis logikís
urliázun t’ ágripna stichiá tis parakmís.
|