Παραμιλάω μες στη νύχτα
και με βρίσκει το πρωί
σ’ ένα παγκάκι να κοιμάμαι
με κουβέρτα τη σιωπή.
Στην παγωνιά σου είμαι σπουργίτι,
πού να πάω, που να κρυφτώ;
Έγινε φυλακή ο κόσμος
και φοβάμαι να σκεφτώ.
Τι κατάλαβες που μ’ έκανες κουρέλι,
τι κατάλαβες που μ’ έκανες τρελή;
Μια εξήγηση η φτωχή καρδιά μου θέλει
και ας είναι η χαριστική βολή.
Δεν έχω σπίτι για να μείνω,
ούτε φίλους και γνωστούς.
Ό,τι μ’ απόμεινε ένα δάκρυ,
μια φωνή που δεν ακούς.
Έχει στερέψει η αντοχή μου,
με το ζόρι περπατώ.
Έχω το θάνατο παρέα
κι απ’ το χέρι τον κρατώ.
Τι κατάλαβες που μ’ έκανες κουρέλι,
τι κατάλαβες που μ’ έκανες τρελή;
Μια εξήγηση η φτωχή καρδιά μου θέλει
και ας είναι η χαριστική βολή.
|
Paramiláo mes sti níchta
ke me vríski to pri
s’ éna pagkáki na kimáme
me kuvérta ti siopí.
Stin pagoniá su ime spurgiti,
pu na páo, pu na kriftó;
Έgine filakí o kósmos
ke fováme na skeftó.
Ti katálaves pu m’ ékanes kuréli,
ti katálaves pu m’ ékanes trelí;
Mia eksígisi i ftochí kardiá mu théli
ke as ine i charistikí volí.
Den écho spíti gia na mino,
ute fílus ke gnostus.
Ό,ti m’ apómine éna dákri,
mia foní pu den akus.
Έchi sterépsi i antochí mu,
me to zóri perpató.
Έcho to thánato paréa
ki ap’ to chéri ton krató.
Ti katálaves pu m’ ékanes kuréli,
ti katálaves pu m’ ékanes trelí;
Mia eksígisi i ftochí kardiá mu théli
ke as ine i charistikí volí.
|