Το γράμμα σου πήρα, σου στέλνω δυο λόγια μητέρα
αν βρω ευκαιρία θα ‘ρθω να σε δω κάποια μέρα
νοστάλγησα λίγο, με πνίγει και τούτη η πόλη
οι άνθρωποι μόνοι κι εγώ μοναχή πάντα μόνη.
Χιλιάδες ο κόσμος, δεν έχεις με ποιον να μιλήσεις
στερνή συντροφιά μου δυο τρεις παιδικές αναμνήσεις
το χαμόγελό μου κοιτάζω στη φωτογραφία
αυτό δεν μπορεί να το σβήσει καμιά πολιτεία.
Μου λες να σου γράψω γιατί τελευταία σωπαίνω
κι εγώ που ακόμα δεν ξέρω αν ζω ή αν πεθαίνω
στους δρόμους γυρίζω και ψάχνω για τον εαυτό μου
κανείς δε με βρήκε ακόμα και στο όνειρό μου.
Ρεκλάμες, πορείες, χαφιέδες, πανό, διαδηλώσεις
εμπόροι ρουφιάνοι πουλάνε ελπίδες με δόσεις
κι εσύ με ρωτάς αν αντάμωσα την ευτυχία,
γραμμένη στον τοίχο την είδα σε μια συνοικία.
|
To grámma su píra, su stélno dio lógia mitéra
an vro efkería tha ‘rtho na se do kápia méra
nostálgisa lígo, me pnígi ke tuti i póli
i ánthropi móni ki egó monachí pánta móni.
Chiliádes o kósmos, den échis me pion na milísis
sterní sintrofiá mu dio tris pedikés anamnísis
to chamógeló mu kitázo sti fotografía
aftó den bori na to svísi kamiá politia.
Mu les na su grápso giatí teleftea sopeno
ki egó pu akóma den kséro an zo í an petheno
stus drómus girízo ke psáchno gia ton eaftó mu
kanis de me vríke akóma ke sto óniró mu.
Reklámes, pories, chafiédes, panó, diadilósis
ebóri rufiáni puláne elpídes me dósis
ki esí me rotás an antámosa tin eftichía,
gramméni ston ticho tin ida se mia sinikía.
|