Στον τοίχο μ’ έστησαν μπροστά
τα λόγια σου τα λιγοστά,
μακριά σου τώρα οι μέρες
με πληγώνουνε σαν σφαίρες.
Πόνε, της καρδιάς φονιά,
πότε θ’ ανοίξουμε πανιά;
Πονάει ετούτο το μαχαίρι
από το δικό σου χέρι.
Ραγίζει απόψε η καρδιά,
στο στήθος μου μια χαρακιά.
Σε Ανατολή και Δύση
την πληγή μου ποιος θα κλείσει;
Πόνε, της καρδιάς φονιά,
πότε θ’ ανοίξουμε πανιά;
Πονάει ετούτο το μαχαίρι
από το δικό σου χέρι.
|
Ston ticho m’ éstisan brostá
ta lógia su ta ligostá,
makriá su tóra i méres
me pligónune san sferes.
Póne, tis kardiás foniá,
póte th’ aniksume paniá;
Ponái etuto to macheri
apó to dikó su chéri.
Ragizi apópse i kardiá,
sto stíthos mu mia charakiá.
Se Anatolí ke Dísi
tin pligí mu pios tha klisi;
Póne, tis kardiás foniá,
póte th’ aniksume paniá;
Ponái etuto to macheri
apó to dikó su chéri.
|