Πες τους μη ρίξουν φόλα στο σκυλί, δε θα κερδίσουν
φτάνει ν’ ανοίξεις τα παντζούρια το πρωί
κι ακούς των πεθαμένων το “έγια μόλα”,
ή ακούς την πολιτεία να σηκώνεται
αφήνοντας κενό ένα σχήμα στο σεντόνι.
Γι’ αυτό ρωτάω να πεις για το σκυλί
από χαρά να πέθανε ή πίκρα,
χρόνια που πρόσμενε και πήγανε χαράμι
να φτάσει ο Ξένος απ’ την Τροία.
Πες τους μη ρίξουν φόλα στο σκυλί, δε θα κερδίσουν
φτάνει ν’ ανοίξεις τα παντζούρια το πρωί
κι ακούς των πεθαμένων το “έγια μόλα”.
Κι όμως που γνώριζε τους δρόμους του σπιτιού του,
σημάδια απ’ το κορμί της Πηνελόπης.
Πες τους μη ρίξουν φόλα στο σκυλί, δε θα κερδίσουν
φτάνει ν’ ανοίξεις τα παντζούρια το πρωί
κι ακούς των πεθαμένων το “έγια μόλα”.
Γιατί δεν εί- γιατί δεν είναι ο νους για να θυμάται
Ούτε η μνήμη, ούτε η μνήμη που κλοτσάει τον πεθαμένο
Μέχρι μετέωρα να κινείται το σκουλήκι
Άλλο μη βρίσκοντας τροφή από κρέας
Ούτ’ έχει ο θάνατος ποδάρια να στεριώσει
Και δε θυμάται ακόμα τ’ όνομά του
που έχουν συνήθειο και του δίνουν οι άνθρωποι
Φτέρνα για να κατέχει δρόμους,
μάτια να κρίνει το σωστό και το άδικο.
Πες τους μη ρίξουν φόλα στο σκυλί, δε θα κερδίσουν
φτάνει ν’ ανοίξεις τα παντζούρια το πρωί
κι ακούς των πεθαμένων το “έγια μόλα”.
Τώρα δεν έχει χέρια να μαζέψουν την ελιά.
Μα το μηχανισμό ποιος τον κατέχει;
Γιατί σαν τ’ άλογα που χλιμιντρίζουν
τον κίνδυνο να φτάνει νιώθοντας
όμοια της κάμαράς μου τα έπιπλα
μετακινούνται αλαφιασμένα
και παίρνουν θέσεις ασυνάρτητες.
Ξάπλα στο φαλακρό τοπίο του έρωτα
με την αιχμή του μαχαιριού μου τραβηγμένη
απ’ την αιχμή του, καθώς ο ήλιος στάζει στο μυαλό
κι η τρέλα χασμουριέται, κι η τρέλα χασμουριέται
πίσω απ’ την πρόφαση της σκέψης
κι ο ίσκιος γίνεται κηλίδα κάτω από το πέλμα
και βαριανασαίνει.
Βλέπω το μάτι του νεκρού
κόκκινο απ’ την αγρύπνια του ύπνου
και το όνειρο με οσμή καμμένης σάρκας.
Κι άντρας λεβέντης ανέβηκε στον άμβωνα πως θα μιλήσει
και διάκρινες στο στόμα του μπαμπάκι,
αυτό, αυτό που βάζουνε στους πεθαμένους,
κίτρινο από τσιγάρο
κι επάνω στις άκρες στο μπαμπάκι,
στάλες αίμα που έζεχνε σκουλήκι και φλέβα μαύρη
που έλεγες βαλσαμωμένη το σκοτάδι.
Λοιπόν και άρχισε η φλόγα
σάρκα της φωτιάς,
άμα αποχτήσει συνείδηση
του οστού της θα λυπηθεί το ξύλο.
Θα παγώσει.
Κι ο ποιητής κολλάει στη λαβωμένη λέξη
ρουφάει το σκοτωμένο αίμα, βδέλλα.
Κι ο ποιητής…
Γλώσσα μου χωρισμένη,
παρά λίγο γλίστρισαν τα βήματά μου.
Καθένα κι άλλο φως τον δυναστεύει
και ένας απ’ το πλήθος που άκουγε
του σβούριξε μαχαίρι μεθυσμένο,
γλώσσα μου χωρισμένη,
παρά λίγο γλίστρισαν τα βήματά μου,
όχι αίμα
μ’ από τον ίλιγγο διασχίζοντας
να βρει το σπλάχνο,
όχι αίμα, όχι αίμα, όχι αίμα.
Και το πουλί που ήτανε στον άμβωνα,
όχι αίμα,
με ανοιγμένα τα φτερά για ν’ ακουμπάει το ευαγγέλιο
πέταξε ξαφνικά κι είπαν μερικοί,
είναι η ψυχή του σκοτωμένου.
Κι αυτός με το μαχαίρι,
όχι αίμα,
στο λαιμό και με πληγές που άνοιξαν παλιές, της Αλβανίας
κι ακόμα πιο παλιές, θαλασσινές και σιγά, μουγκρίζοντας,
διέσχισε το πλήθος.
Γλώσσα μου χωρισμένη,
παρά λίγο γλίστρισαν, γλίστρισαν τα βήματά μου
κι επάνω στον αϊτό αργά ξεψύχησε.
Κι αφού τον σπάραξαν βρήκανε την καρδιά του
σκουριασμένη αγάπη, τα χείλια σάπια από σιωπή
και πήραν να τον θάψουνε και φτιάξανε πομπή
κι ενώ όλοι πήγαιναν στον ίδιο τάφο,
καθένας άλλον είχε για νεκρό του.
Γλώσσα μου χωρισμένη,
παρά λίγο γλίστρισαν, γλίστρισαν τα βήματά μου.
Όχι αίμα, μ’ από τον ίλιγγο του άδειου
διασχίζοντας να βρει το σπλάχνο.
Γλώσσα μου χωρισμένη,
παρά λίγο γλίστρισαν, γλίστρισαν τα βήματά μου.
Και το πουλί, και το πουλί που ήτανε στον άμβωνα
με ανοιγμένα τα φτερά για ν’ ακουμπάει το ευαγγέλιο,
πέταξε ξαφνικά κι είπαν μερικοί, είναι η ψυχή του σκοτωμένου.
Γλώσσα μου χωρισμένη,
παρά λίγο γλίστρισαν, γλίστρισαν τα βήματά μου.
|
Pes tus mi ríksun fóla sto skilí, de tha kerdísun
ftáni n’ aniksis ta pantzuria to pri
ki akus ton pethaménon to “égia móla”,
í akus tin politia na sikónete
afínontas kenó éna schíma sto sentóni.
Gi’ aftó rotáo na pis gia to skilí
apó chará na péthane í píkra,
chrónia pu prósmene ke pígane charámi
na ftási o Ksénos ap’ tin Tria.
Pes tus mi ríksun fóla sto skilí, de tha kerdísun
ftáni n’ aniksis ta pantzuria to pri
ki akus ton pethaménon to “égia móla”.
Ki ómos pu gnórize tus drómus tu spitiu tu,
simádia ap’ to kormí tis Pinelópis.
Pes tus mi ríksun fóla sto skilí, de tha kerdísun
ftáni n’ aniksis ta pantzuria to pri
ki akus ton pethaménon to “égia móla”.
Giatí den i- giatí den ine o nus gia na thimáte
Oíte i mními, ute i mními pu klotsái ton pethaméno
Méchri metéora na kinite to skulíki
Άllo mi vrískontas trofí apó kréas
Oít’ échi o thánatos podária na steriósi
Ke de thimáte akóma t’ ónomá tu
pu échun siníthio ke tu dínun i ánthropi
Ftérna gia na katéchi drómus,
mátia na kríni to sostó ke to ádiko.
Pes tus mi ríksun fóla sto skilí, de tha kerdísun
ftáni n’ aniksis ta pantzuria to pri
ki akus ton pethaménon to “égia móla”.
Tóra den échi chéria na mazépsun tin eliá.
Ma to michanismó pios ton katéchi;
Giatí san t’ áloga pu chlimintrízun
ton kíndino na ftáni nióthontas
ómia tis kámarás mu ta épipla
metakinunte alafiasména
ke pernun thésis asinártites.
Ksápla sto falakró topío tu érota
me tin echmí tu macheriu mu travigméni
ap’ tin echmí tu, kathós o ílios stázi sto mialó
ki i tréla chasmuriéte, ki i tréla chasmuriéte
píso ap’ tin prófasi tis sképsis
ki o ískios ginete kilída káto apó to pélma
ke varianaseni.
Olépo to máti tu nekru
kókkino ap’ tin agrípnia tu ípnu
ke to óniro me osmí kamménis sárkas.
Ki ántras levéntis anévike ston ámvona pos tha milísi
ke diákrines sto stóma tu babáki,
aftó, aftó pu vázune stus pethaménus,
kítrino apó tsigáro
ki epáno stis ákres sto babáki,
stáles ema pu ézechne skulíki ke fléva mavri
pu éleges valsamoméni to skotádi.
Lipón ke árchise i flóga
sárka tis fotiás,
áma apochtísi sinidisi
tu ostu tis tha lipithi to ksílo.
Tha pagósi.
Ki o piitís kollái sti lavoméni léksi
rufái to skotoméno ema, vdélla.
Ki o piitís…
Glóssa mu chorisméni,
pará lígo glístrisan ta vímatá mu.
Kathéna ki állo fos ton dinastevi
ke énas ap’ to plíthos pu ákuge
tu svurikse macheri methisméno,
glóssa mu chorisméni,
pará lígo glístrisan ta vímatá mu,
óchi ema
m’ apó ton ílingo diaschízontas
na vri to spláchno,
óchi ema, óchi ema, óchi ema.
Ke to pulí pu ítane ston ámvona,
óchi ema,
me anigména ta fterá gia n’ akubái to evangélio
pétakse ksafniká ki ipan meriki,
ine i psichí tu skotoménu.
Ki aftós me to macheri,
óchi ema,
sto lemó ke me pligés pu ániksan paliés, tis Alvanías
ki akóma pio paliés, thalassinés ke sigá, mugkrízontas,
diéschise to plíthos.
Glóssa mu chorisméni,
pará lígo glístrisan, glístrisan ta vímatá mu
ki epáno ston aitó argá ksepsíchise.
Ki afu ton spáraksan vríkane tin kardiá tu
skuriasméni agápi, ta chilia sápia apó siopí
ke píran na ton thápsune ke ftiáksane pobí
ki enó óli pígenan ston ídio táfo,
kathénas állon iche gia nekró tu.
Glóssa mu chorisméni,
pará lígo glístrisan, glístrisan ta vímatá mu.
Όchi ema, m’ apó ton ílingo tu ádiu
diaschízontas na vri to spláchno.
Glóssa mu chorisméni,
pará lígo glístrisan, glístrisan ta vímatá mu.
Ke to pulí, ke to pulí pu ítane ston ámvona
me anigména ta fterá gia n’ akubái to evangélio,
pétakse ksafniká ki ipan meriki, ine i psichí tu skotoménu.
Glóssa mu chorisméni,
pará lígo glístrisan, glístrisan ta vímatá mu.
|