Ωχ αδερφέ, ωχ αδερφέ μη με σκοτίζεις,
μη μου μιλάς γι’ αυτή που έφυγε μακριά
κι αν το μετάνιωσε, γιατί μου το θυμίζεις
αφού την έβγαλα για πάντα απ’ την καρδιά.
Μπορεί για ‘κείνη χίλια βράδια να ξημέρωσα,
με μαύρο δάκρυ, με τσιγάρο, με καφέ,
αλλά τον πόνο τον πικρό μου τον ημέρωσα
και τώρα λέω μοναχά “ωχ αδερφέ”.
Ήταν σκληρός, ήταν πικρός ο χωρισμός της,
πέρασα βάσανα μεγάλα και πολλά,
μα της το είπα να το γράψει στο μυαλό της,
“ο τελευταίος θα γελάσει πιο καλά”.
Μπορεί για ‘κείνη χίλια βράδια να ξημέρωσα,
με μαύρο δάκρυ, με τσιγάρο, με καφέ,
αλλά τον πόνο τον πικρό μου τον ημέρωσα
και τώρα λέω μοναχά “ωχ αδερφέ”.
|
Och aderfé, och aderfé mi me skotízis,
mi mu milás gi’ aftí pu éfige makriá
ki an to metániose, giatí mu to thimízis
afu tin évgala gia pánta ap’ tin kardiá.
Bori gia ‘kini chília vrádia na ksimérosa,
me mavro dákri, me tsigáro, me kafé,
allá ton póno ton pikró mu ton imérosa
ke tóra léo monachá “och aderfé”.
Ήtan sklirós, ítan pikrós o chorismós tis,
pérasa vásana megála ke pollá,
ma tis to ipa na to grápsi sto mialó tis,
“o telefteos tha gelási pio kalá”.
Bori gia ‘kini chília vrádia na ksimérosa,
me mavro dákri, me tsigáro, me kafé,
allá ton póno ton pikró mu ton imérosa
ke tóra léo monachá “och aderfé”.
|