Και να αδερφέ μου
που μάθαμε να κουβεντιάζουμε
ήσυχα, ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα
δε χρειάζονται περισσότερα.
Κι αύριο λέω θα γίνουμε
ακόμα πιο απλοί.
Θα βρούμε αυτά τα λόγια
που παίρνουνε το ίδιο βάρος
σ’ όλες τις καρδιές,
σ’ όλα τα χείλη,
έτσι να λέμε πια
τα σύκα σύκα
και τη σκάφη σκάφη.
Κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι
και να λένε
“Τέτοια ποιήματα
σου φτιάχνω εκατό την ώρα”.
Αυτό θέλουμε κι εμείς.
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε
για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου,
απ’ τον κόσμο.
Εμείς τραγουδάμε
για να σμίξουμε τον κόσμο.
|
Ke na aderfé mu
pu máthame na kuventiázume
ísicha, ísicha ki aplá.
Katalavenómaste tóra
de chriázonte perissótera.
Ki avrio léo tha ginume
akóma pio apli.
Tha vrume aftá ta lógia
pu pernune to ídio város
s’ óles tis kardiés,
s’ óla ta chili,
étsi na léme pia
ta síka síka
ke ti skáfi skáfi.
Ki étsi pu na chamogeláne i álli
ke na léne
“Tétia piímata
su ftiáchno ekató tin óra”.
Aftó thélume ki emis.
Giatí emis den tragudáme
gia na ksechorísume, adelfé mu,
ap’ ton kósmo.
Emis tragudáme
gia na smíksume ton kósmo.
|