Τότες βγάζαν λόγους στις ξύλινες εξέδρες, στα μπαλκόνια,
φωνάζαν τα ραδιόφωνα, ξανάλεγαν τους λόγους.
Πίσω απ’ τις σημαίες κρυβόταν ο φόβος,
μέσα στα τύμπανα αγρυπνούσαν οι σκοτωμένοι.
Κανείς δεν καταλάβαινε τίποτα. Οι σάλπιγγες μπορεί να δίναν το ρυθμό στα βήματα,
δε δίναν το ρυθμό στη καρδιά. Ψάχναμε το ρυθμό.
Εμείς αγρυπνούσαμε, μαζεύαμε τη σκόρπια βουή των δρόμων,
μαζεύαμε τα σκόρπια βήματα, βρίσκαμε το ρυθμό, τη καρδιά τη σημαία.
Λοιπόν δεν είναι ανάγκη να φωνάξω για να με πιστέψουν, να πουν:
” Όποιος φωνάζει έχει το δίκιο”. Εμείς το δίκιο το `χουμε μαζί μας και το ξέρουμε.
Κι όσο σιγά κι αν σου μιλήσω, ξέρω πως θα με πιστέψεις.
Συνηθίσαμε στη σιγανή κουβέντα στα κρατητήρια,
στις συνεδριάσεις, στη συνωμοτική δουλειά της κατοχής.
Συνηθίσαμε στα μικρά σταράτα λόγια πάνω απ’ το φόβο και πάνω απ’ τον πόνο. Ημέρα, ώρα, σύνθημα, στις τρομερές μουγκές γωνιές της νύχτας, στις
διασταυρώσεις του χρόνου που μια στιγμή τις φώτιζε ο προβολέας του μέλλοντος.
Βιαστικά λόγια, μια μικρή περίληψη της ζωής, τα κύρια σημεία μονάχα,
γραμμένα στο κουτί των τσιγάρων ή σ’ ένα τόσο δα χαρτί
κρυμμένο στο παπούτσι ή στο στρίφωμα του σακακιού μας.
Ένα μικρό χαρτί σαν ένα μεγάλο γεφύρι πάνω απ’ το θάνατο.
Α, βέβαια όλα τούτα θα πουν, δεν είναι τίποτα.
Όμως εσύ αδερφέ μου ξέρεις πως από τούτα τα απλά λόγια,
από τούτες τις απλές πράξεις, από τούτα τα απλά τραγούδια
μεγαλώνει το μπόι της ζωής, μεγαλώνει ο κόσμος, μεγαλώνουμε…
Κι όχι να πείτε που ‘κανα
και τίποτα σπουδαίο,
μόνο που πέρασα κι ακούμπησα
στον ίδιο τοίχο π’ ακουμπήσατε.
Κι όχι να πείτε που ‘κανα
και τίποτα σπουδαίο,
μόνο που φόρεσα τις ίδιες
χειροπέδες που φορέσατε.
Κι όχι να πείτε που ‘κανα
και τίποτα σπουδαίο,
μόνο που πόνεσα μαζί σας
κι ονειρεύτηκα μαζί σας.
Μόνο που σε βρήκα και με βρήκες
και με βρήκες σύντροφε.
|
Tótes vgázan lógus stis ksílines eksédres, sta balkónia,
fonázan ta radiófona, ksanálegan tus lógus.
Píso ap’ tis simees krivótan o fóvos,
mésa sta tíbana agripnusan i skotoméni.
Kanis den katalávene típota. I sálpinges bori na dínan to rithmó sta vímata,
de dínan to rithmó sti kardiá. Psáchname to rithmó.
Emis agripnusame, mazevame ti skórpia vuí ton drómon,
mazevame ta skórpia vímata, vrískame to rithmó, ti kardiá ti simea.
Lipón den ine anágki na fonákso gia na me pistépsun, na pun:
” Όpios fonázi échi to díkio”. Emis to díkio to `chume mazí mas ke to ksérume.
Ki óso sigá ki an su milíso, kséro pos tha me pistépsis.
Sinithísame sti siganí kuvénta sta kratitíria,
stis sinedriásis, sti sinomotikí duliá tis katochís.
Sinithísame sta mikrá staráta lógia páno ap’ to fóvo ke páno ap’ ton póno. Iméra, óra, sínthima, stis tromerés mugkés goniés tis níchtas, stis
diastavrósis tu chrónu pu mia stigmí tis fótize o provoléas tu méllontos.
Iastiká lógia, mia mikrí perílipsi tis zoís, ta kíria simia monácha,
gramména sto kutí ton tsigáron í s’ éna tóso da chartí
krimméno sto paputsi í sto strífoma tu sakakiu mas.
Έna mikró chartí san éna megálo gefíri páno ap’ to thánato.
A, vévea óla tuta tha pun, den ine típota.
Όmos esí aderfé mu kséris pos apó tuta ta aplá lógia,
apó tutes tis aplés práksis, apó tuta ta aplá tragudia
megalóni to bói tis zoís, megalóni o kósmos, megalónume…
Ki óchi na pite pu ‘kana
ke típota spudeo,
móno pu pérasa ki akubisa
ston ídio ticho p’ akubísate.
Ki óchi na pite pu ‘kana
ke típota spudeo,
móno pu fóresa tis ídies
chiropédes pu forésate.
Ki óchi na pite pu ‘kana
ke típota spudeo,
móno pu pónesa mazí sas
ki onireftika mazí sas.
Móno pu se vríka ke me vríkes
ke me vríkes síntrofe.
|