Άλλη μέρα άλλη τύχη, λένε μερικοί,
και τα γκρέμισες τα τείχη στ’ όνειρό μου εσύ.
‘Ασ’ την επιφάνεια και μπες μες στο βυθό,
κοίταξε με, είμαι εδώ.
Μοιράστηκα, κουράστηκα.
Μια πάλη διαρκής.
Τα μάτια μου τα άνοιξα,
κοιτάζω αν με δεις.
Κοίταξε με,
έχω πολλούς κρυμμένους εαυτούς,
κι ούτε που τους φαντάστηκες.
Άγγιξε με.
Σε διάλεξα εσένα απ’ τους πολλούς,
να φύγεις όμως βιάστηκες.
Άγγιξε με.
Είμαι πληγή, που άνοιξε και ζει
για μια ιδέα άπιαστη,
σου μοιάζει όμως πολύ.
Κοίταξε με.
Ποιοι οι παράλογοι και ποιοι οι λογικοί,
στημένη είν’ η παράσταση.
Κοίταξε με μια στιγμή, κοίταξε με.
Πέρασε ο χρόνος πάλι σαν μια αστραπή,
μοιάζει ψέμα ή παραζάλη, πως δεν είσαι εκεί,
δεν χωράει στο νου μου, πόσο μάλλον στην καρδιά,
πως ειν’ όλα οριστικά.
|
Άlli méra álli tíchi, léne meriki,
ke ta gkrémises ta tichi st’ óniró mu esí.
‘As’ tin epifánia ke bes mes sto vithó,
kitakse me, ime edó.
Mirástika, kurástika.
Mia páli diarkís.
Ta mátia mu ta ániksa,
kitázo an me dis.
Kitakse me,
écho pollus krimménus eaftus,
ki ute pu tus fantástikes.
Άngikse me.
Se diáleksa eséna ap’ tus pollus,
na fígis ómos viástikes.
Άngikse me.
Ime pligí, pu ánikse ke zi
gia mia idéa ápiasti,
su miázi ómos polí.
Kitakse me.
Pii i parálogi ke pii i logiki,
stiméni in’ i parástasi.
Kitakse me mia stigmí, kitakse me.
Pérase o chrónos páli san mia astrapí,
miázi pséma í parazáli, pos den ise eki,
den chorái sto nu mu, póso mállon stin kardiá,
pos in’ óla oristiká.
|