Μια χωριανή μου πέρδικα
του κήπου μου τση βιόλες,
άλλες τσιμπά κι άλλες μαδεί
κι εξέρανέ τση όλες.
Να τη χαλάσεις τη φωλιά,
την πέρδικα να διώξεις.
Το νου σου στο κεφάλι σου
να τον αναμαζώξεις.
Μια χωριανή μου πέρδικα
ξεσήκωσε το νου μου
και δεν αναμαζώνομαι
στο σπίτι του κυρού μου.
Θα την ταΐζω ζάχαρη
να μην την αγριέψω
κι όντε κοιμάται η μάνα τζη
τη νύχτα θα την κλέψω.
Να την εκλέψεις δε βαστάς,
είναι μικρή και κλαίει
κι ανε της πεις και τίποτα
της μάνας της το λέει.
Χαθήκανε τ’ άλλα πουλιά
που λεύτερα πετούνε;
Υπάρχουνε πολλώ λογιώ
και με παρακαλούνε.
Το σείσμα και το λύγισμα
άλλη καμιά δεν το `χει,
μόνο η πετροπέρδικα
που είναι στο μετόχι.
Πέμψε να βρεις τη μάνα τση,
κυδώνι στο μαντήλι,
να γίνετε δικολογιά
και μπιστεμένοι φίλοι.
Πέμπω τση ξαναπέμπω τση,
μα δε μου λέει πράμα.
Για δε διαβάζει τη γραφή,
για χάνεται το γράμμα.
|
Mia chorianí mu pérdika
tu kípu mu tsi vióles,
álles tsibá ki álles madi
ki eksérané tsi óles.
Na ti chalásis ti foliá,
tin pérdika na dióksis.
To nu su sto kefáli su
na ton anamazóksis.
Mia chorianí mu pérdika
ksesíkose to nu mu
ke den anamazónome
sto spíti tu kiru mu.
Tha tin taΐzo záchari
na min tin agriépso
ki ónte kimáte i mána tzi
ti níchta tha tin klépso.
Na tin eklépsis de vastás,
ine mikrí ke klei
ki ane tis pis ke típota
tis mánas tis to léi.
Chathíkane t’ álla puliá
pu leftera petune;
Ipárchune polló logió
ke me parakalune.
To sisma ke to lígisma
álli kamiá den to `chi,
móno i petropérdika
pu ine sto metóchi.
Pémpse na vris ti mána tsi,
kidóni sto mantíli,
na ginete dikologiá
ke bisteméni fíli.
Pébo tsi ksanapébo tsi,
ma de mu léi práma.
Gia de diavázi ti grafí,
gia chánete to grámma.
|