Σε θυμάμαι πάντα όταν βρέχει
μέσα σ’ ένα δίχτυ της σιωπής,
ζωγραφιά στο πρόσωπό σου να ‘χεις
όλη την αγάπη της ψυχής,
σε θυμάμαι πάντα όταν βρέχει.
Όταν βρέχει, όταν βρέχει σε θυμάμαι
μα δε θέλω να γυρίσεις, σε φοβάμαι,
σε φοβάμαι.
Σε θυμάμαι πάντα όταν βρέχει
σε σταθμούς να σ’ αποχαιρετώ,
και να μη μπορώ να σε ρωτήσω
ούτε γιατί φεύγεις να σκεφτώ,
σε θυμάμαι πάντα όταν βρέχει.
Όταν βρέχει, όταν βρέχει σε θυμάμαι
μα δε θέλω να γυρίσεις, σε φοβάμαι,
σε φοβάμαι.
|
Se thimáme pánta ótan vréchi
mésa s’ éna díchti tis siopís,
zografiá sto prósopó su na ‘chis
óli tin agápi tis psichís,
se thimáme pánta ótan vréchi.
Όtan vréchi, ótan vréchi se thimáme
ma de thélo na girísis, se fováme,
se fováme.
Se thimáme pánta ótan vréchi
se stathmus na s’ apocheretó,
ke na mi boró na se rotíso
ute giatí fevgis na skeftó,
se thimáme pánta ótan vréchi.
Όtan vréchi, ótan vréchi se thimáme
ma de thélo na girísis, se fováme,
se fováme.
|