Όσο κι αν πίστεψα πως ήσουν εσύ
ήλιος λαμπρός, χαρωπός.
Παρηγοριά μου ελπίδα χρυσή
μοναδικός μου σκοπός.
Ήταν κι αυτό μια πλάνη
που γρήγορα περνά
βαίνεις με λιμάνι
για μια καρδιά που πονά.
Ούτε εσύ δεν μ’ αγάπησες
που σε ήξερα χρόνια
και για αγάπη μου μίλησες
με στοργή και συμπόνια.
Κι αν μαζί σου επέρασα
δυστυχίες και μπόρες
και με χάδια μου γλύκαινες
τις θλιμμένες μου ώρες.
Ούτε εσύ δεν μ’ αγάπησες
στο φωνάζω και κλαίω
κι αν καθόλου δεν έμοιαζες
με τις άλλες το λέω.
Ούτε εσύ δεν μ’ αγάπησες
που σε ήξερα χρόνια
και για αγάπη μου μίλησες
με στοργή και συμπόνια.
Κι αν μαζί σου επέρασα
δυστυχίες και μπόρες
και με χάδια μου γλύκαινες
τις θλιμμένες μου ώρες.
|
Όso ki an pístepsa pos ísun esí
ílios labrós, charopós.
Parigoriá mu elpída chrisí
monadikós mu skopós.
Ήtan ki aftó mia pláni
pu grígora perná
venis me limáni
gia mia kardiá pu poná.
Oíte esí den m’ agápises
pu se íksera chrónia
ke gia agápi mu mílises
me storgí ke sibónia.
Ki an mazí su epérasa
distichíes ke bóres
ke me chádia mu glíkenes
tis thlimménes mu óres.
Oíte esí den m’ agápises
sto fonázo ke kleo
ki an kathólu den émiazes
me tis álles to léo.
Oíte esí den m’ agápises
pu se íksera chrónia
ke gia agápi mu mílises
me storgí ke sibónia.
Ki an mazí su epérasa
distichíes ke bóres
ke me chádia mu glíkenes
tis thlimménes mu óres.
|