Τι να ‘μουν άραγε,
μια ώρα μέσα στην ανία σου,
ένα τηλέφωνο που απαντά να μαίνεται,
μια μες στις τόσες, ακόμα, ιστορία σου,
και ένα δάκρυ που κυλά μα δε φαίνεται.
Σαν επιβάτης μιας διαδρομής,
μπήκες και βγήκες από τη ζωή μου,
κι ούτε ένα τραίνο επιστροφής,
δεν έψαξες να βρεις ψυχή μου.
Σαν επιβάτης μιας διαδρομής.
Τι ήσουν, να ’ξερες,
πόρτα ανοιχτή του Παράδεισου,
στις άδειες νύχτες μου το φως που καλωσόρισα,
τώρα που χάνεσαι σε ποια δίνεις το χάδι σου,
αυτό το χάδι που ατέλειωτα πόθησα.
Σαν επιβάτης μιας διαδρομής,
μπήκες και βγήκες από τη ζωή μου,
κι ούτε ένα τραίνο επιστροφής,
δεν έψαξες να βρεις ψυχή μου.
Σαν επιβάτης μιας διαδρομής.
|
Ti na ‘mun árage,
mia óra mésa stin anía su,
éna tiléfono pu apantá na menete,
mia mes stis tóses, akóma, istoría su,
ke éna dákri pu kilá ma de fenete.
San epivátis mias diadromís,
bíkes ke vgíkes apó ti zoí mu,
ki ute éna treno epistrofís,
den épsakses na vris psichí mu.
San epivátis mias diadromís.
Ti ísun, na ’kseres,
pórta anichtí tu Parádisu,
stis ádies níchtes mu to fos pu kalosórisa,
tóra pu chánese se pia dínis to chádi su,
aftó to chádi pu atéliota póthisa.
San epivátis mias diadromís,
bíkes ke vgíkes apó ti zoí mu,
ki ute éna treno epistrofís,
den épsakses na vris psichí mu.
San epivátis mias diadromís.
|