Ποτάμι μου ζεστό, βαθιά μου εσύ πυξίδα
σ’ αυτό τον κουρνιαχτό, που ‘χω παρανοήσει
εσύ μόνο μπορείς να σώσεις τη παρτίδα
μπροστά μου να φανείς, σα θαύμα σε ξωκλήσι
Ποτήρι μου αδειανό, γυαλί μου ραγισμένο
ποια θάλασσα περνώ, ποια ξένα σκαλοπάτια
οι φίλοι κι οι γνωστοί, με λεν εξαφανισμένο
κι εγώ έχω βαρεθεί, να τους κοιτώ στα μάτια
Μαζί σου τον καιρό, συχνά παραβιάζω
στόμα μου αλμυρό, πιες κάτι στην υγειά μου
ανάποδα πετώ, και δε κατασταλάζω
μονάχα όταν μου λες, Ησύχασε καρδιά μου
Ποτήρι μου αδειανό, γυαλί μου ραγισμένο
ποια θάλασσα περνώ, ποια ξένα σκαλοπάτια
οι φίλοι κι οι γνωστοί, με λεν εξαφανισμένο
κι εγώ έχω βαρεθεί, να τους κοιτώ στα μάτια
|
Potámi mu zestó, vathiá mu esí piksída
s’ aftó ton kurniachtó, pu ‘cho paranoísi
esí móno boris na sósis ti partída
brostá mu na fanis, sa thafma se ksoklísi
Potíri mu adianó, gialí mu ragisméno
pia thálassa pernó, pia kséna skalopátia
i fíli ki i gnosti, me len eksafanisméno
ki egó écho varethi, na tus kitó sta mátia
Mazí su ton keró, sichná paraviázo
stóma mu almiró, pies káti stin igiá mu
anápoda petó, ke de katastalázo
monácha ótan mu les, Isíchase kardiá mu
Potíri mu adianó, gialí mu ragisméno
pia thálassa pernó, pia kséna skalopátia
i fíli ki i gnosti, me len eksafanisméno
ki egó écho varethi, na tus kitó sta mátia
|