Τ’ απογεύματα τ’ άδεια
που βουλιάζω μακριά σου
της ζωής μου το βήμα
θ’ απλώνω στο κύμα και θα σε ζητώ
Και στης νύχτας τις μπόρες
θα γλιστράω στα φιλιά σου
κι αναμνήσεις σαν χάδια
φωτισμένα καράβια θα περνάν στο μυαλό
Κι όπως κρατάει η βροχή το ρυθμό
και σαν τρελή η καρδιά μου χορεύει τανγκό
εγώ μέσα σε δρόμους καθρέφτες θα ψάχνω τους φταίχτες
που χάνω όλα αυτά που αγαπώ
Στις στιγμές που κυλάνε
όλα τ’ άστρα μου σβήνω
στην αυλαία που πέφτει
απ’ του χρόνου το ξέφτι ζητάω να πιαστώ
Κι όσα έχω σημάδια
με όνειρα θα τα ντύνω
σαν παλιό ραβασάκι
σε λιωμένο σακάκι θα σ’ αναζητώ
|
T’ apogevmata t’ ádia
pu vuliázo makriá su
tis zoís mu to víma
th’ aplóno sto kíma ke tha se zitó
Ke stis níchtas tis bóres
tha glistráo sta filiá su
ki anamnísis san chádia
fotisména karávia tha pernán sto mialó
Ki ópos kratái i vrochí to rithmó
ke san trelí i kardiá mu chorevi tangkó
egó mésa se drómus kathréftes tha psáchno tus ftechtes
pu cháno óla aftá pu agapó
Stis stigmés pu kiláne
óla t’ ástra mu svíno
stin avlea pu péfti
ap’ tu chrónu to kséfti zitáo na piastó
Ki ósa écho simádia
me ónira tha ta ntíno
san palió ravasáki
se lioméno sakáki tha s’ anazitó
|