Μαράθηκε το γιασεμί που είχα στην αυλή μου,
μαράθηκε και μάρανε κι εμένα τη ζωή μου,
το μάρανε η γαρυφαλιά με τη δική της τσαχπινιά.
Μαράθηκαν και πέσανε τα φύλλα και οι κλώνοι,
που πότιζα με δάκρυα, με βάσανα και πόνοι,
μαράθηκε και δεν ανθεί και δε μου λέει το γιατί.
Τι έχεις και μαραίνεσαι κι όλο παραπονιέσαι,
αγάπησες και πόνεσες και μένα μ’ απαρνιέσαι,
και τώρα πια δε μου μιλάς και μ’ άλλη φεύγεις και περνάς.
Που ν’ πα’να βρω το φάρμακο να την εφαρμακώσω,
την άπιστη γαρυφαλιά να την εξεριζώσω,
για να της κάψω την καρδιά και να γυρεύει γιατρειά.
|
Maráthike to giasemí pu icha stin avlí mu,
maráthike ke márane ki eména ti zoí mu,
to márane i garifaliá me ti dikí tis tsachpiniá.
Maráthikan ke pésane ta fílla ke i klóni,
pu pótiza me dákria, me vásana ke póni,
maráthike ke den anthi ke de mu léi to giatí.
Ti échis ke marenese ki ólo paraponiése,
agápises ke póneses ke ména m’ aparniése,
ke tóra pia de mu milás ke m’ álli fevgis ke pernás.
Pu n’ pa’na vro to fármako na tin efarmakóso,
tin ápisti garifaliá na tin ekserizóso,
gia na tis kápso tin kardiá ke na girevi giatriá.
|