Στα λατομεία που χτίσαν την πόλη
κάνω λογαριασμό
κι ένα μικρό περιστέρι τα ρέστα ζητάει,
κάνω αφαίρεση, σβήνω και πάλι,
πολλαπλασιασμό
μα το άθροισμα πάντοτε μένει λειψό.
Απ’ το μπαλκόνι θυμάμαι τους ρήτορες
να βγάζουν το χρησμό
ένα πλακάτ στον αέρα η ζωή μου πετάει
τα κύματά μας ενώνονται πάλι
σ’ ένα συντονισμό
κι η εικόνα αυτή ξανά σε σένα με πάει.
Των ματιών σου το φιδάκι
μ’ έχει κάνει παιχνιδάκι
μη με βασανίζεις δεν μπορώ.
Στην διαδήλωση μοιάζεις
με σύνθημα γραμμένο σε πανό
κι είναι η φωνή μου τραγούδι
για σένα βαμμένο.
Της αγκαλιάς σου μωρό μου οι στρόβιλοι
με ρίχνουν στο κενό
κι ο ιστός των ματιών σου με κρατάει μπλεγμένο
ένα παράθυρο κλείνει μεσάνυχτα
ψεύτικος οργασμός μια μέρα φεύγει
μα να η ζωή ξενυχτάει
στη λεωφόρο η σκέψη μου χάνεται
ξέφρενος καλπασμός
κι η εικόνα αυτή ξανά σε σένα με πάει.
|
Sta latomia pu chtísan tin póli
káno logariasmó
ki éna mikró peristéri ta résta zitái,
káno aferesi, svíno ke páli,
pollaplasiasmó
ma to áthrisma pántote méni lipsó.
Ap’ to balkóni thimáme tus rítores
na vgázun to chrismó
éna plakát ston aéra i zoí mu petái
ta kímatá mas enónonte páli
s’ éna sintonismó
ki i ikóna aftí ksaná se séna me pái.
Ton matión su to fidáki
m’ échi káni pechnidáki
mi me vasanízis den boró.
Stin diadílosi miázis
me sínthima gramméno se panó
ki ine i foní mu tragudi
gia séna vamméno.
Tis agkaliás su moró mu i stróvili
me ríchnun sto kenó
ki o istós ton matión su me kratái blegméno
éna paráthiro klini mesánichta
pseftikos orgasmós mia méra fevgi
ma na i zoí ksenichtái
sti leofóro i sképsi mu chánete
kséfrenos kalpasmós
ki i ikóna aftí ksaná se séna me pái.
|