Την ώρα που `πε κι η γραφή
σκοτείνιασε κι η πλάση
δεν ήτανε χαρά κρυφή
νύχτα να σε σκεπάσει
Χίλιοι φυλάνε στα στενά
χίλιοι στο πέρασμά του
του βγάζουν πρώτα ότι πονά
κι ύστερα την καρδιά του
Φυτεύουνε ψηλό σταυρό
και τον καρφώνουν πάλι
κι απ’ το σταυρό βγαίνει νερό
και μια φωνή μεγάλη
Χίλιοι φυλάνε στα στενά
χίλιοι στο πέρασμά του
του βγάζουν πρώτα ότι πονά
κι ύστερα την καρδιά του
|
Tin óra pu `pe ki i grafí
skotiniase ki i plási
den ítane chará krifí
níchta na se skepási
Chílii filáne sta stená
chílii sto pérasmá tu
tu vgázun próta óti poná
ki ístera tin kardiá tu
Fitevune psiló stavró
ke ton karfónun páli
ki ap’ to stavró vgeni neró
ke mia foní megáli
Chílii filáne sta stená
chílii sto pérasmá tu
tu vgázun próta óti poná
ki ístera tin kardiá tu
|