Για μένα όλοι είναι άγγελοι που ξέμειναν στη γη,
σκυλοβαριούνται, έχουν αράξει
και το `χουν ρίξει τελευταία στην κονόμα,
μα κάπου κάπου ξαναθυμούνται πως είναι άγγελοι ακόμα.
Για μένα όλοι είναι άγιοι ελαττωματικοί,
καθ’ ένας έχει δικιά του τρέλα
κι η κάθε τρέλα τη δικιά της λογική
μα κάποια βράδια κοιτούν τ’ αστέρια λες και γεννήθηκαν εκεί.
Κι όταν με κοιτάζει με παράπονο η καρδιά,
της θυμίζω ότι όλοι ήταν κάποτε μικρά παιδιά.
Για μένα όλοι είναι άνθρωποι, ακόμα κι οι Θεοί,
καθ’ ένας έχει τον ουρανό του,
άλλος τον βλέπει, άλλος τον ζει
στο ρετιρέ του παραδείσου, γύρω απ’ τον ήλιο, πάνω στη γη.
Κι όταν με κοιτάζει με παράπονο η καρδιά,
της θυμίζω ότι όλοι ήταν κάποτε μικρά παιδιά.
|
Gia ména óli ine ángeli pu kséminan sti gi,
skilovariunte, échun aráksi
ke to `chun ríksi teleftea stin konóma,
ma kápu kápu ksanathimunte pos ine ángeli akóma.
Gia ména óli ine ágii elattomatiki,
kath’ énas échi dikiá tu tréla
ki i káthe tréla ti dikiá tis logikí
ma kápia vrádia kitun t’ astéria les ke genníthikan eki.
Ki ótan me kitázi me parápono i kardiá,
tis thimízo óti óli ítan kápote mikrá pediá.
Gia ména óli ine ánthropi, akóma ki i Thei,
kath’ énas échi ton uranó tu,
állos ton vlépi, állos ton zi
sto retiré tu paradisu, giro ap’ ton ílio, páno sti gi.
Ki ótan me kitázi me parápono i kardiá,
tis thimízo óti óli ítan kápote mikrá pediá.
|