Ήμασταν οι δυο μας
παραμύθι παιδικό μας
τώρα οι σιωπές μας
πλημμυρίζουν τις στιγμές μας
Σώματα θιγμένα
δίχως χάδι δίχως βλέμμα
τι να πω
Είχαμε οι δυο μας
έναν έρωτα θεό μας
Λόγια και εικόνες
ξαφνικά γίναν χειμώνες
Σχέδια μεγάλα
καταντήσανε μια στάλα
τι να πω
Θυμήσου
που τις νύχτες αγκαλιά σου με κρατούσες
και ψιθύριζες γλυκά πως μ’ αγαπούσες
Θυμήσου
Θυμήσου
που ξυπνούσα από τους χτύπους της καρδιάς σου
και αντάμωνε η πνοή μου τη δικιά σου
Θυμήσου
Άλλο δεν μπορούμε
σαν αιχμάλωτοι να ζούμε
Δυο κεριά λιωμένα
που έχουν μείνει κολλημένα
είναι αυτή η αγάπη
και κανείς δεν κάνει κάτι
τι να πω
|
Ήmastan i dio mas
paramíthi pedikó mas
tóra i siopés mas
plimmirízun tis stigmés mas
Sómata thigména
díchos chádi díchos vlémma
ti na po
Ichame i dio mas
énan érota theó mas
Lógia ke ikónes
ksafniká ginan chimónes
Schédia megála
katantísane mia stála
ti na po
Thimísu
pu tis níchtes agkaliá su me kratuses
ke psithírizes gliká pos m’ agapuses
Thimísu
Thimísu
pu ksipnusa apó tus chtípus tis kardiás su
ke antámone i pnoí mu ti dikiá su
Thimísu
Άllo den borume
san echmáloti na zume
Dio keriá lioména
pu échun mini kolliména
ine aftí i agápi
ke kanis den káni káti
ti na po
|