Μια χαραμάδα απ’ το παντζούρι λίγο φως
κι ένα παράθυρο που χρόνια έχει ν’ ανοίξει
νιώθω το τέλος και ο πόνος δυνατός
σαν μια σελίδα που δε λέει να γυρίσει
Θέλω να βγω απ’ τ’ αδιέξοδο αυτό θέλω να βγω
μα τους ανθρώπους τους φοβάμαι κι είναι αλήθεια
την εγκατάλειψη τη γνώρισα τη ζω
τη μοναξιά μου τη ζωγράφισα στα στήθια
Με αναμνήσεις και με όνειρα μπορεί
να `χω γεμίσει το δωμάτιο που μένω
τη μοναξιά κι αν δεν τη νίκησε κανείς
εγώ είμαι εδώ και να θυμάσαι περιμένω
Θέλω να βγω απ’ τ’ αδιέξοδο αυτό θέλω να βγω
μα τους ανθρώπους τους φοβάμαι κι είναι αλήθεια
την εγκατάλειψη τη γνώρισα τη ζω
τη μοναξιά μου τη ζωγράφισα στα στήθια
|
Mia charamáda ap’ to pantzuri lígo fos
ki éna paráthiro pu chrónia échi n’ aniksi
niótho to télos ke o pónos dinatós
san mia selída pu de léi na girísi
Thélo na vgo ap’ t’ adiéksodo aftó thélo na vgo
ma tus anthrópus tus fováme ki ine alíthia
tin egkatálipsi ti gnórisa ti zo
ti monaksiá mu ti zográfisa sta stíthia
Me anamnísis ke me ónira bori
na `cho gemísi to domátio pu méno
ti monaksiá ki an den ti níkise kanis
egó ime edó ke na thimáse periméno
Thélo na vgo ap’ t’ adiéksodo aftó thélo na vgo
ma tus anthrópus tus fováme ki ine alíthia
tin egkatálipsi ti gnórisa ti zo
ti monaksiá mu ti zográfisa sta stíthia
|