Νομίζω πως δε σε θυμάμαι πια
τα μάτια μου βαριά να δουν εσένα
κοιτάζω μια παλιά σου carte postale
ποιος έγραψε μ’ αυτά τα γράμματα τα ξένα
Τώρα έχω ένα σπίτι
που ποτέ δεν έχεις δει
τώρα έχω ένα αμάξι
που ποτέ δεν έχεις μπει
και μια λύπη, αχ! μια λύπη
που δεν έχεις φανταστεί
Γιατί όλα προχωρούν χωρίς εσένα
κι αυτό τώρα λέγεται ζωή
Νομίζω πως σε ξέχασα αλλά
τις νύχτες που μετρώ το χρόνο μόνη
το χέρι σου μου πλέκει τα μαλλιά
το χάδι σου αυτό ακόμα με σκοτώνει
|
Nomízo pos de se thimáme pia
ta mátia mu variá na dun eséna
kitázo mia paliá su carte postale
pios égrapse m’ aftá ta grámmata ta kséna
Tóra écho éna spíti
pu poté den échis di
tóra écho éna amáksi
pu poté den échis bi
ke mia lípi, ach! mia lípi
pu den échis fantasti
Giatí óla prochorun chorís eséna
ki aftó tóra légete zoí
Nomízo pos se kséchasa allá
tis níchtes pu metró to chróno móni
to chéri su mu pléki ta malliá
to chádi su aftó akóma me skotóni
|