Αυτό δεν ήτανε παιδί,
ήταν πουλί με ανοιχτές φτερούγες,
σπαρτάρισε στα χέρια μου και πέταξε
στις γαλανές, στις γαλανές τις ρούγες.
Ανοίχτε τα παράθυρα και βγείτε στα μπαλκόνια,
τέτοια γιορτή δε γίνηκε εδώ και χίλια χρόνια.
Αυτό δεν ήτανε φιλί,
ήταν φωτιά στο στόμα μου απάνω,
φωτιά και πίκρα ήτανε που μου ‘δωσε
να πιω και να, να πιω και να πεθάνω.
Ανοίχτε τα παράθυρα και βγείτε στα μπαλκόνια,
τέτοια γιορτή δε γίνηκε εδώ και χίλια χρόνια,
τέτοια γιορτή δε γίνηκε εδώ και χίλια χρόνια.
|
Aftó den ítane pedí,
ítan pulí me anichtés fteruges,
spartárise sta chéria mu ke pétakse
stis galanés, stis galanés tis ruges.
Anichte ta paráthira ke vgite sta balkónia,
tétia giortí de ginike edó ke chília chrónia.
Aftó den ítane filí,
ítan fotiá sto stóma mu apáno,
fotiá ke píkra ítane pu mu ‘dose
na pio ke na, na pio ke na petháno.
Anichte ta paráthira ke vgite sta balkónia,
tétia giortí de ginike edó ke chília chrónia,
tétia giortí de ginike edó ke chília chrónia.
|