Στου ήλιου το ανηφόρι σε είδα και σάστισα
Είδα του ίσκιου σου το μπόι και μαράθηκα
Φιλάω την σιωπή σου σαν φυλαχτό
Το σούρουπο μου λέει πως σ’ αγαπώ
Ο υάκινθος μαράθηκε στην όχθη
κι εγώ σημάδια βάζω μην χαθώ
Τον χρόνο να κυλήσει περιμένω
και πίστωση ζητάω να χαρώ
Σκέπασα τους καθρέφτες με λευκό σεντόνι
να μην πιάσουν σκόνη, σ’ αυτούς κοιτάχτηκες εσύ
Χτένιζες τα μαλλιά σου κι η γλυκιά ματιά σου
είναι ακόμα εκεί
Ο υάκινθος μαράθηκε στην όχθη
κι εγώ σημάδια βάζω μην χαθώ
Τον χρόνο να κυλήσει περιμένω
και πίστωση ζητάω να χαρώ.
|
Stu íliu to anifóri se ida ke sástisa
Ida tu ískiu su to bói ke maráthika
Filáo tin siopí su san filachtó
To surupo mu léi pos s’ agapó
O iákinthos maráthike stin óchthi
ki egó simádia vázo min chathó
Ton chróno na kilísi periméno
ke pístosi zitáo na charó
Sképasa tus kathréftes me lefkó sentóni
na min piásun skóni, s’ aftus kitáchtikes esí
Chténizes ta malliá su ki i glikiá matiá su
ine akóma eki
O iákinthos maráthike stin óchthi
ki egó simádia vázo min chathó
Ton chróno na kilísi periméno
ke pístosi zitáo na charó.
|