Ανήφορο θα πάρω ν’ ανέβω στο βουνό,
στην πλάτη μου θα σύρω για σένα το σταυρό,
τις θάλασσες θα σκίσω, τον κόσμο θα ρωτώ,
θλιμμένο θα με βρίσκει το μαύρο δειλινό.
Να ρωτήσω τώρα ποιον
που να βρίσκεσαι αν ξέρει
που έφυγες μια χαραυγή
και δε σ’ είδε ούτ’ ένα αστέρι.
Σβήνει η βροχή τα βήματά μου
κι ο δρόμος πού θα βγει για μένα πια,
πίνει το χώμα τα δάκρυά μου
και τα όνειρά μου για σένα τα πήρε ο βοριάς.
Έριξες μες στη φωτιά
τις γλυκές μας αναμνήσεις,
μα υπάρχει και Θεός
και ίσως να σε τιμωρήσει,
κι ίσως να σε τιμωρήσει,
και ίσως να σε τιμωρήσει.
Ανήφορο θα πάρω ν’ ανέβω στο βουνό,
στην πλάτη μου θα σύρω για σένα το σταυρό,
για σένα το σταυρό, για σένα το σταυρό.
|
Aníforo tha páro n’ anévo sto vunó,
stin pláti mu tha síro gia séna to stavró,
tis thálasses tha skíso, ton kósmo tha rotó,
thlimméno tha me vríski to mavro dilinó.
Na rotíso tóra pion
pu na vrískese an kséri
pu éfiges mia charavgí
ke de s’ ide ut’ éna astéri.
Svíni i vrochí ta vímatá mu
ki o drómos pu tha vgi gia ména pia,
píni to chóma ta dákriá mu
ke ta ónirá mu gia séna ta píre o voriás.
Έrikses mes sti fotiá
tis glikés mas anamnísis,
ma ipárchi ke Theós
ke ísos na se timorísi,
ki ísos na se timorísi,
ke ísos na se timorísi.
Aníforo tha páro n’ anévo sto vunó,
stin pláti mu tha síro gia séna to stavró,
gia séna to stavró, gia séna to stavró.
|