Σαν τυχερό παιχνίδι,
του κόσμου μου στολίδι, κερδίζεσαι,
τη μια στον κερδισμένο,
την άλλη στο χαμένο να δίνεσαι,
ποντάρω τη ζωή μου
κι όλη τη δύναμή μου σε μια ζαριά,
μεγάλη ειρωνεία,
η ίδια αγωνία κάθε βραδιά.
Μα θα `ρθω να σε παίξω
μια νύχτα, υπνοβάτης, μια πρωτοχρονιά,
να μάθουν οι απ’ έξω
πως λιώνει ο σχοινοβάτης πάνω στα σχοινιά.
Ενέχυρο χαμένο,
ξανά, στον κερδισμένο, χρεώνεσαι,
σαν μια φωτογραφία
από πορνογραφία, λερώνεσαι,
και μένεις πάντα εικόνα
που κι αν περνούν τα χρόνια, δε χάνεσαι,
με μια ανατριχίλα,
σα ντάμα μέσ’ στα φύλλα μοιράζεσαι.
Μα θα `ρθω να σε παίξω
μια νύχτα, υπνοβάτης, μια πρωτοχρονιά,
να μάθουν οι απ’ έξω
πως λιώνει ο σχοινοβάτης πάνω στα σχοινιά,
πάνω στα σχοινιά.
|
San ticheró pechnídi,
tu kósmu mu stolídi, kerdízese,
ti mia ston kerdisméno,
tin álli sto chaméno na dínese,
pontáro ti zoí mu
ki óli ti dínamí mu se mia zariá,
megáli ironia,
i ídia agonía káthe vradiá.
Ma tha `rtho na se pekso
mia níchta, ipnovátis, mia protochroniá,
na máthun i ap’ ékso
pos lióni o schinovátis páno sta schiniá.
Enéchiro chaméno,
ksaná, ston kerdisméno, chreónese,
san mia fotografía
apó pornografía, lerónese,
ke ménis pánta ikóna
pu ki an pernun ta chrónia, de chánese,
me mia anatrichíla,
sa ntáma més’ sta fílla mirázese.
Ma tha `rtho na se pekso
mia níchta, ipnovátis, mia protochroniá,
na máthun i ap’ ékso
pos lióni o schinovátis páno sta schiniá,
páno sta schiniá.
|