Ο ήλιος κρύφτηκε απ’ το φεγγάρι
ξημέρωσε νυχτιά,
πες μου μανούλα μου ποιος θα με πάρει
ποια ξένη αγκαλιά,
πες μου μανούλα μου ποιος θα με πάρει
ποια ξένη αγκαλιά.
Τα μαύρα κύματα πλέκω στεφάνι
σ’ αχτένιστα μαλλιά,
νυχτιάτικο φορώ, χλωμό φουστάνι
στην άδεια μου καρδιά,
νυχτιάτικο φορώ, χλωμό φουστάνι
στην άδεια μου καρδιά.
Χειμώνας πρόφτασε το καλοκαίρι
κι εγώ αμυγδαλιά,
δίνω τα άνθη μου στο κρύο αγέρι,
στον άσπλαχνο χιονιά,
δίνω τα άνθη μου στο κρύο αγέρι,
στον άσπλαχνο χιονιά.
Μάνα μου πότιζε τη λεμονιά μου,
πατέρα τη ροδιά,
στερνή αδελφούλα μου τα γιασεμιά μου
ν’ ανθίσουνε ξανά,
στερνή αδελφούλα μου τα γιασεμιά μου
ν’ ανθίσουνε ξανά.
|
O ílios kríftike ap’ to fengári
ksimérose nichtiá,
pes mu manula mu pios tha me pári
pia kséni agkaliá,
pes mu manula mu pios tha me pári
pia kséni agkaliá.
Ta mavra kímata pléko stefáni
s’ achténista malliá,
nichtiátiko foró, chlomó fustáni
stin ádia mu kardiá,
nichtiátiko foró, chlomó fustáni
stin ádia mu kardiá.
Chimónas próftase to kalokeri
ki egó amigdaliá,
díno ta ánthi mu sto krío agéri,
ston ásplachno chioniá,
díno ta ánthi mu sto krío agéri,
ston ásplachno chioniá.
Mána mu pótize ti lemoniá mu,
patéra ti rodiá,
sterní adelfula mu ta giasemiá mu
n’ anthísune ksaná,
sterní adelfula mu ta giasemiá mu
n’ anthísune ksaná.
|