“Όπου, στα 1923 ο επικυρηγμένος Θωμάς Γκαντάρας
ο ληστής, αποφασίζει να φωτογραφηθεί…”
Ο φωτογράφος των Τρικάλων Α. Μάνθος
έπαιρνε νύχτα τα στενά γυρνώντας σπίτι του
τους γάμους θα σκεφτότανε αλλά και τους θανάτους
που εκράτησε παντοτινά στο ακριβό χαρτί
Μα πιο πολύ θυμότανε το βράδυ του Αυγούστου
που πόρτες έκλεισε βαριά, έλυσε τα σκυλιά
κλέφτης μην έρθει κι έπεσε για του δικαίου τον ύπνο
κλέφτης μην έρθει κι έπεσε όπως κάθε φορά
Μήτε που άκουσε σκυλί, θυρόφυλλο να τρίζει
και απ’ το φεγγίτη της σκεπής τον είδε να γλιστρά
από την άκρη Άγγελος, στα δόντια το μαχαίρι
Άγγελος, Εξάγγελος, μας ήρθε από μακριά
|
“Όpu, sta 1923 o epikirigménos Thomás Gkantáras
o listís, apofasízi na fotografithi…”
O fotográfos ton Trikálon A. Mánthos
éperne níchta ta stená girnóntas spíti tu
tus gámus tha skeftótane allá ke tus thanátus
pu ekrátise pantotiná sto akrivó chartí
Ma pio polí thimótane to vrádi tu Avgustu
pu pórtes éklise variá, élise ta skiliá
kléftis min érthi ki épese gia tu dikeu ton ípno
kléftis min érthi ki épese ópos káthe forá
Míte pu ákuse skilí, thirófillo na trízi
ke ap’ to fengiti tis skepís ton ide na glistrá
apó tin ákri Άngelos, sta dóntia to macheri
Άngelos, Eksángelos, mas írthe apó makriá
|