Δε μιλάω, αγαπάω και πονάω
απορώ πως σε αντέχω, πως κρατάω
εγκλωβίστηκα
Κι όσο βλέπω σοβαρά να κινδυνεύω
πιο πολύ απεγνωσμένα σε γυρεύω
απελπίστηκα σου λέω, απελπίστηκα
Και κοιμάμαι απ’ τις έντεκα κοιμάμαι
να μη νιώθω, να μη ζω, να μη θυμάμαι
και τα όνειρα παλεύω να τα σβήσω
μη σε δω κι από το φόβο μου ξυπνήσω
Δε μιλάω, αγαπάω και πονάω
επιμένω μια σκιά να κυνηγάω
κι ας ορκίστηκα
Έχω φτάσει πια στο χείλος της αβύσσου
έχω κόλλημα επικίνδυνο μαζί σου
απελπίστηκα σου λέω, απελπίστηκα
Και κοιμάμαι απ’ τις έντεκα κοιμάμαι
να μη νιώθω, να μη ζω, να μη θυμάμαι
και τα όνειρα παλεύω να τα σβήσω
μη σε δω κι από το φόβο μου ξυπνήσω
|
De miláo, agapáo ke ponáo
aporó pos se antécho, pos kratáo
egklovístika
Ki óso vlépo sovará na kindinevo
pio polí apegnosména se girevo
apelpístika su léo, apelpístika
Ke kimáme ap’ tis énteka kimáme
na mi niótho, na mi zo, na mi thimáme
ke ta ónira palevo na ta svíso
mi se do ki apó to fóvo mu ksipníso
De miláo, agapáo ke ponáo
epiméno mia skiá na kinigáo
ki as orkístika
Έcho ftási pia sto chilos tis avíssu
écho kóllima epikíndino mazí su
apelpístika su léo, apelpístika
Ke kimáme ap’ tis énteka kimáme
na mi niótho, na mi zo, na mi thimáme
ke ta ónira palevo na ta svíso
mi se do ki apó to fóvo mu ksipníso
|