Αγάπησα τον άνεμο
τ’ αδέσποτα σκυλιά
τους δρόμους που με παίρνουνε
για να ξεχνώ την πίκρα
κι εκείνα κει τα όμορφα
και σιωπηλά παιδιά
που βάφουνε τα χείλη τους
και χάνονται στη νύχτα
Αγάπησα τα μάτια σου
που ήταν σαν κρασί
και τις ασπρόμαυρες σκιές
που γέμιζαν οθόνες
κι εκείνες τις πολύπλοκες
της μνήμης μυρωδιές
που αφήνουνε στο διάβα τους
οι Γερασμένες πόρνες
Αγάπησα τα όνειρα
που τα `πνιξε η ζωή
αυτά που δεν πετάξανε
και όνειρα θα μείνουν
κι εκείνους τους παράξενους
του κόσμου ναυαγούς
που αρνήθηκαν πεισματικά
ενήλικες να γίνουν
Αγαπάω τη βροχή
και τα τραγούδια που μιλάνε
για Αλήτες
|
Agápisa ton ánemo
t’ adéspota skiliá
tus drómus pu me pernune
gia na ksechnó tin píkra
ki ekina ki ta ómorfa
ke siopilá pediá
pu váfune ta chili tus
ke chánonte sti níchta
Agápisa ta mátia su
pu ítan san krasí
ke tis asprómavres skiés
pu gémizan othónes
ki ekines tis políplokes
tis mnímis mirodiés
pu afínune sto diáva tus
i Gerasménes pórnes
Agápisa ta ónira
pu ta `pnikse i zoí
aftá pu den petáksane
ke ónira tha minun
ki ekinus tus paráksenus
tu kósmu nafagus
pu arníthikan pismatiká
enílikes na ginun
Agapáo ti vrochí
ke ta tragudia pu miláne
gia Alítes
|