Τις νύχτες αν ερχόμουν μαζί σου,
μας έβρισκε η ανατολή
ήταν γλυκιά και ωραία η μορφή σου
αχ, ανάσταση το φιλί, το φιλί.
Αγαπημένη στην ποταμιά
με βρήκε έρμο και αυτή η χρονιά
με βρήκε έρμο και αυτή η χρονιά
είμαι μονάχος σαν καλαμιά, σαν καλαμιά.
Της ερημιάς τα χρόνια μετράω
κι όπως παλιά να ‘ρθεις λαχταρώ
δρόμους γιαλούς και χώρες περνάω
μα, δεν μπορώ να σε βρω,
να σε βρω.
Αγαπημένη στην ποταμιά
με βρήκε έρμο και αυτή η χρονιά
με βρήκε έρμο και αυτή η χρονιά
είμαι μονάχος σαν καλαμιά, σαν καλαμιά.
|
Tis níchtes an erchómun mazí su,
mas évriske i anatolí
ítan glikiá ke orea i morfí su
ach, anástasi to filí, to filí.
Agapiméni stin potamiá
me vríke érmo ke aftí i chroniá
me vríke érmo ke aftí i chroniá
ime monáchos san kalamiá, san kalamiá.
Tis erimiás ta chrónia metráo
ki ópos paliá na ‘rthis lachtaró
drómus gialus ke chóres pernáo
ma, den boró na se vro,
na se vro.
Agapiméni stin potamiá
me vríke érmo ke aftí i chroniá
me vríke érmo ke aftí i chroniá
ime monáchos san kalamiá, san kalamiá.
|