Δε με πιστεύεις όταν λέω πως πονάω,
ο χωρισμός μας πως με γέμισε πληγές,
πολλές φορές μέσ’ απ’ το θάνατο περνάω
κι εσύ μιλάς για θέατρο κι υπερβολές.
Πως θα ‘φευγες ποτέ μου δεν πίστεψα Θεέ μου,
σ’ εσένα πιάστηκα,
αγαπημένο χέρι πως κράταγε μαχαίρι
δεν το φαντάστηκα.
Δε με πιστεύεις όταν λέω πως πονάω,
πως δε θ’ αντέξω άλλο αυτό το χωρισμό,
την αγωνία μου σ’ εσένα τη χρωστάω
κι εσύ μιλάς για πληγωμένο εγωισμό.
Πως θα ‘φευγες ποτέ μου δεν πίστεψα Θεέ μου,
σ’ εσένα πιάστηκα,
αγαπημένο χέρι πως κράταγε μαχαίρι
δεν το φαντάστηκα.
|
De me pistevis ótan léo pos ponáo,
o chorismós mas pos me gémise pligés,
pollés forés més’ ap’ to thánato pernáo
ki esí milás gia théatro ki ipervolés.
Pos tha ‘fevges poté mu den pístepsa Theé mu,
s’ eséna piástika,
agapiméno chéri pos krátage macheri
den to fantástika.
De me pistevis ótan léo pos ponáo,
pos de th’ antékso állo aftó to chorismó,
tin agonía mu s’ eséna ti chrostáo
ki esí milás gia pligoméno egismó.
Pos tha ‘fevges poté mu den pístepsa Theé mu,
s’ eséna piástika,
agapiméno chéri pos krátage macheri
den to fantástika.
|