Εσύ που ξεύρεις, άπονη,
με ντέρτια να γεμίζεις, αχ, παιχνιδιάρα μου,
την έρημή μου την καρδιά
φαρμάκια να ποτίζεις.
Εσύ που ξεύρεις να γελάς, αχ, παιχνιδιάρα μου γλυκιά,
όταν για σένα κλαίγω
και με πικρό παράπονο, καλέ, αχ,
τον πόνο μου σου λέγω, αχ, παιχνιδιάρα μου γλυκιά.
Εσύ που ξεύρεις τον σεβντά
ν’ ανάβεις στην καρδιά μου, αχ, παιχνιδιάρα μου
και βγαίνει φλόγα και καπνός
βαθιά απ’ τα σωθικά μου.
Εσύ να βρεις το γιατρικό, αχ, παιχνιδιάρα μου γλυκιά,
‘κείνο που θα με σώσει,
και το καημένο μου κορμί, καλέ, αχ
του Χάρου να μη δώσεις, αχ, παιχνιδιάρα μου γλυκιά.
|
Esí pu ksevris, áponi,
me ntértia na gemízis, ach, pechnidiára mu,
tin érimí mu tin kardiá
farmákia na potízis.
Esí pu ksevris na gelás, ach, pechnidiára mu glikiá,
ótan gia séna klego
ke me pikró parápono, kalé, ach,
ton póno mu su légo, ach, pechnidiára mu glikiá.
Esí pu ksevris ton sevntá
n’ anávis stin kardiá mu, ach, pechnidiára mu
ke vgeni flóga ke kapnós
vathiá ap’ ta sothiká mu.
Esí na vris to giatrikó, ach, pechnidiára mu glikiá,
‘kino pu tha me sósi,
ke to kaiméno mu kormí, kalé, ach
tu Cháru na mi dósis, ach, pechnidiára mu glikiá.
|