Μια λεύκα που δολώνει στου ανέμου τις σπηλιές
της μνήμης το παγώνι, τα αινίγματα που λες,
στον σκουριασμένο τρέμει τον ουρανό,
σπαθί το κάθε φύλλο Σαρακινό.
Καινούριο χελιδόνι, μες σ’ άγνωστες λαλιές,
σέρνει το φως στη σκόνη, τα μάγια στις φωλιές,
στο μεσοδόκι φέρνει τον ουρανό,
αλαφιασμένα γέλια των ζωντανών.
Μες στο παλιό βαγόνι αραδαριά φυλές,
απ’ των καημών τ’ αφιόνι, στου Άδη τις αυλές,
ποιο μονοπάτι βγάζει στον ουρανό,
μα μένει ξεχασμένο και μακρινό.
Αγριεμένοι χρόνοι κρατάνε τις ψυχές
σε σκοτεινό αλώνι και σε βαθιές σπηλιές.
Εσήμαναν οι ώρες μεσάνυχτα,
σημάδεψε τ’ αστέρια κι άνοιχ’ τα.
|
Mia lefka pu dolóni stu anému tis spiliés
tis mnímis to pagóni, ta enígmata pu les,
ston skuriasméno trémi ton uranó,
spathí to káthe fíllo Sarakinó.
Kenurio chelidóni, mes s’ ágnostes laliés,
sérni to fos sti skóni, ta mágia stis foliés,
sto mesodóki férni ton uranó,
alafiasména gélia ton zontanón.
Mes sto palió vagóni aradariá filés,
ap’ ton kaimón t’ afióni, stu Άdi tis avlés,
pio monopáti vgázi ston uranó,
ma méni ksechasméno ke makrinó.
Agrieméni chróni kratáne tis psichés
se skotinó alóni ke se vathiés spiliés.
Esímanan i óres mesánichta,
simádepse t’ astéria ki ánich’ ta.
|