Φυσάει ένας αέρας που σαρώνει
ενθύμια παλιά και φυλακτά
Οι ήρωες το σκάνε απ’ την οθόνη
ξυλάρμενοι τραβάνε στ’ ανοιχτά
Που μας πηγαίνει αυτό το τρεχαντήρι,
δεν ξέρω γέμισε μου το ποτήρι
που μας πηγαίνει αυτό το τρεχαντήρι,
δεν ξέρω γέμισε μου το ποτήρι
Τα μάρμαρα στο φως αντιφεγγίζουν
σε ποιο ταξίδι σ’ έχω ξαναδεί
τυφλά πουλιά το τζάμι μου ραμφίζουν
το πλένει στα φανάρια ένα παιδί
κι ένας τελάλης σ’ έρημη πλατεία
τριάντα χρόνια ψάχνει την αιτία
Στους δρόμους καβαλάρηδες καλπάζουν
και κυνηγούν τ’ αδέσποτα σκυλιά
και οι νοικοκυραίοι που τρομάζουν,
ξορκίζουν μ’ αγιασμό το σατανά
Δεν είναι εδώ Βαλκάνια, σου το `πα
εδώ είναι παίξε γέλασε και σώπα
δεν είναι εδώ Βαλκάνια, σου το `πα
εδώ είναι παίξε γέλασε και σώπα
Φυσάει ένας αέρας που σαρώνει,
μα εγώ είμ’ ένα τραγούδι αλλοτινό
στου δρόμου το λιοπύρι και το χιόνι
αγύριστο κεφάλι θα γυρνώ
Στα χέρια σου αφήνω το τιμόνι
κι η πιο μεγάλη νύχτα ξημερώνει
Στα χέρια σου αφήνω το τιμόνι
κι η πιο μεγάλη νύχτα ξημερώνει
|
Fisái énas aéras pu saróni
enthímia paliá ke filaktá
I íroes to skáne ap’ tin othóni
ksilármeni traváne st’ anichtá
Pu mas pigeni aftó to trechantíri,
den kséro gémise mu to potíri
pu mas pigeni aftó to trechantíri,
den kséro gémise mu to potíri
Ta mármara sto fos antifengizun
se pio taksídi s’ écho ksanadi
tiflá puliá to tzámi mu ramfízun
to pléni sta fanária éna pedí
ki énas telális s’ érimi platia
triánta chrónia psáchni tin etía
Stus drómus kavalárides kalpázun
ke kinigun t’ adéspota skiliá
ke i nikokirei pu tromázun,
ksorkízun m’ agiasmó to sataná
Den ine edó Oalkánia, su to `pa
edó ine pekse gélase ke sópa
den ine edó Oalkánia, su to `pa
edó ine pekse gélase ke sópa
Fisái énas aéras pu saróni,
ma egó im’ éna tragudi allotinó
stu drómu to liopíri ke to chióni
agiristo kefáli tha girnó
Sta chéria su afíno to timóni
ki i pio megáli níchta ksimeróni
Sta chéria su afíno to timóni
ki i pio megáli níchta ksimeróni
|